Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥαβδ-ωτός

См. также в других словарях:

  • θαλαμωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής 2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, ραβδ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλά τού Δ.… …   Dictionary of Greek

  • καρυωτός — καρυωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα καρύου 2. φρ. α) «καρυωτός φοίνιξ» ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς β) «φιάλη καρυωτή» φιάλη που έχει στο κάτω μέρος στηρίγματα με σχήμα καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ωτός (πρβλ. ραβδ ωτός, συκ… …   Dictionary of Greek

  • καστρωτός — καστρωτός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει σχήμα κάστρου, πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, ραβδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»