Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥαβδοῦχος

См. также в других словарях:

  • ῥαβδοῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — ο 1. (στους αρχαίους Έλληνες) αυτός που είχε ραβδί και φρόντιζε για την τήρηση της τάξης στις γιορτές. 2. (στους Ρωμαίους) αυτός που συνόδευε τους άρχοντες. 3. γενικά αυτός που κρατά ραβδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαβδούχοις — ῥάβδουχος one who carries a rod masc dat pl ῥαβδού̱χοις , ῥαβδοῦχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχου — ῥάβδουχος one who carries a rod masc gen sg ῥαβδού̱χου , ῥαβδοῦχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχους — ῥάβδουχος one who carries a rod masc acc pl ῥαβδού̱χους , ῥαβδοῦχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχων — ῥάβδουχος one who carries a rod masc gen pl ῥαβδού̱χων , ῥαβδοῦχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχῳ — ῥάβδουχος one who carries a rod masc dat sg ῥαβδού̱χῳ , ῥαβδοῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοῦχοι — ῥαβδοῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοῦχον — ῥαβδοῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδουχώ — έω, Α [ῥαβδοῡχος] 1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω 2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»