-
1 ραινω
(fut. ῥᾰνῶ и ῥᾱνῶ aor. 1 ἔρρᾱνα - ион. ἔρρηνα, эп. ἔρρασσα, impf. ἔρραινον; pass.: impf. ἐρραινόμην - эп. ῥαινόμην, pf. ἔρρασμαι - эп. 3 л. pl. ἐρράδαται, aor. ἐρράνθην; imper. aor. 2 pl. ῥάσσατε)1) окроплять, обрызгивать(πύργους αἵματι Hom.; πεδίον φόνῳ Pind.)
2) брызгать(τι ἐς τὰ βλέφαρά τινος Arph.)
3) разбрызгивать(ἐγκέφαλον πεδόσε Eur.)
λεπταῖς ῥανίσιν ῥ. Arst. — разбрызгивать мелкими каплями4) осыпать, покрывать(ῥαίνεσθαι κονίῃ Hom.)
ῥ. τι εὐλογίαις Pind. — осыпать что-л. похвалами -
2 ραίνω
-
3 ερραδαται
-
4 ερραδατο
-
5 ρασσατε
-
6 εκραινω
(aor. ἐξέρρᾱνα) разбрызгивать, брызгать(κόμης λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Soph.; ἐγκέφαλον ἐξέρρανε Eur.)
-
7 προσραινω
брызгать, прыскатьἂν προσρανθῇ τινι τὸ φάρμακον Arst. — если брызги этого яда попадут на кого-л.;ἅλμῃ προσρανθεῖς Arst. — обрызганный соленой водой;π. μίλτον κύκλῳ Arph. — оцепить красной веревкой (см. μίλτος)
См. также в других словарях:
ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… … Dictionary of Greek
ῥαίνω — sprinkle pres subj act 1st sg ῥαίνω sprinkle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραίνω — ραίνω, έρανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραίνω — έρανα, ρίχνω σε κάποιον σταγόνες από υγρό ή λουλούδια κτλ.: Τους νεόνυμφους τους έραιναν με λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρρανται — ῥαίνω sprinkle perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ῥαίνω sprinkle perf ind mp 3rd sg ῥαίνω sprinkle perf ind pass 3rd pl (epic ionic) ἔρρᾱνται , ῥέομαι flow perf ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρραντο — ῥαίνω sprinkle plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ῥαίνω sprinkle plup ind mp 3rd sg ῥαίνω sprinkle plup ind pass 3rd pl (epic ionic) ἔρρᾱντο , ῥέομαι flow plup ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαίνῃ — ῥαίνω sprinkle pres subj mp 2nd sg ῥαίνω sprinkle pres ind mp 2nd sg ῥαίνω sprinkle pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔραινον — ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd pl ῥαίνω sprinkle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρραινον — ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd pl ῥαίνω sprinkle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαινομένων — ῥαίνω sprinkle pres part mp fem gen pl ῥαίνω sprinkle pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαινόμενον — ῥαίνω sprinkle pres part mp masc acc sg ῥαίνω sprinkle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)