Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥίπτομαι

См. также в других словарях:

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • περιρρίπτω — Α 1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο 2. παθ. περιρ , ρίπτομαι ρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ποταμορρίπτομαι — Μ μέ ρίχνουν, μέ πετούν στο ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥίπτω / ῥίπτομαι] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • τηλεβολώ — έω, Μ [τηλεβόλος] (το παθ.) τηλεβολοῡμαι, έομαι ρίπτομαι, εκτοξεύομαι από μακρινή απόσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»