-
121 γομφοπαγής
γομφο-πᾰγής, ές,A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra. 824.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφοπαγής
-
122 Γοργίειος
Γοργῐ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γοργίειος
-
123 δεννάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεννάζω
-
124 διάβασις
A crossing over, passage,δ. ποιεῖσθαι Hdt.1.186
, etc.; act of crossing,αἱ δ. τῶν ὀχετῶν διασπῶσι τὰς φάλαγγας Arist. Pol. 1303b12
.2 means or place of crossing, Hdt.1.205;δ. ποταμῶν
fords,Th.
7.74, cf. X.An.1.5.12, etc.; bridge, ib.2.3.10; passage along a ship's deck, gangway, Hp.Ep.14, Plu.Cim.12; ferry-boat, LXX 2 Ki.19.18.II the Jewish Passover, Ph.1.117.III ἡ τῶν ὡρῶν δ. transition of the seasons, Ael.NA9.46.IV in Gramm., transitive force of Verbs,τὰ ἐν δ. τοῦ προσώπου ῥήματα A.D. Synt.202.7
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάβασις
-
125 διακρουστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρουστικός
-
126 δύσκλιτος
δύσ-κλῐτος, ον,A hard to inflect, irregular, δ. ῥήματα, title of work by Eulogius, EM809.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκλιτος
-
127 εἴρω
εἴρω (A), [tense] aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—[voice] Pass., [tense] pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; [dialect] Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—A fasten together in rows, string, used by Hom. only in [dialect] Ep. [tense] pf. [voice] Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and [tense] plpf. [voice] Pass.,μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460
; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7.II after Hom.in [voice] Act.,στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77
;εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c
; insert,εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; esp. in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499;θρῆνον J.BJ6.5.3
;πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20
, cf. 6.17;οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98
:—[voice] Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh. 1409a29.2 εἰρόμενον, τό, ' dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.);εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22
. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)-------------------------------------------εἴρω (B),A say, speak, tell:—[voice] Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers.,μνηστῆρσιν δ'.. τάδε εἴρω 2.162
, cf. 13.7;τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137
:—[voice] Med. in same sense,καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513
;εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542
, cf. Nic.Th. 359:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. εἴρεται is said, Arat.172, 261: for other forms v. ἐρῶ. ( ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)-------------------------------------------εἴρω (C),A ask: for [voice] Act. forms (stem ἐρε ([etym.] ϝ)-), v. ἐρέω (A): for [voice] Med. forms (stems ἐρε ([etym.] ϝ )- and ἐρ ([etym.] ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι. -
128 εὔυμνος
εὔυμν-ος, ον,A celebrated in many hymns, h.Ap.19, Call.Ap.31, etc.: [comp] Sup., Id.Fr. 36.II used in beautiful hymns, ῥήματα Id.Epigr. in Berl.Sitzb. 1912.548. [The penult. short in Epich.91.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔυμνος
См. также в других словарях:
ῥήματα — ῥή̱ματα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπαθή ρήματα — Τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει πάλι σε αυτό. Προέρχονται από τα αντίστοιχα ενεργητικά ρήματα και μπορούν να αναλυθούν στο ενεργειακό ρήμα και στην ανάλογη αυτοπαθή αντωνυμία: καθαρίζομαι =… … Dictionary of Greek
αμετάβατα ρήματα — Τα ενεργητικά ρήματα, των οποίων όμως η ενέργεια δεν κατευθύνεται σε κάτι εκτός του υποκειμένου, αλλά περιορίζεται μόνο σε αυτό, π.χ. τρέχω, φωνάζω, κλαίω, μιλώ κλπ. Τα α.ρ. δεν έχουν αντικείμενο. Πολλές φορές, ένα ρήμα μπορεί να είναι και α. και … Dictionary of Greek
αποθετικά ρήματα — Τα ρήματα που έχουν μόνο μέση φωνή: έρχομαι, δέχομαι κλπ. (τύπος έρχω ή δέχω δεν υπάρχει). Ονομάστηκαν έτσι από λανθασμένη αντίληψη των παλαιών γραμματικών, που πίστευαν ότι αρχικά είχαν και ενεργητική φωνή την οποία απέβαλαν (απέθεντο) αργότερα … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… … Dictionary of Greek