-
61 γομφοπαγης
-
62 δενναζω
(тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять(τινά Eur.; ἐπὴ ψόγοισί τινα Soph.)
-
63 διαλαλεω
разговаривать, беседоватьδιελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα NT. — повсюду говорилось об этом -
64 δραστηριος
21) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный(ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὴ δ. Plut.)
2) действительный, сильно действующий(μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.)
3) возбуждающий, поощряющий(ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.)
4) дерзкий, дерзновенный5) грам. активный, действительного залога -
65 δυσχεραινω
(fut. δυσχερανῶ)1) быть недовольным, не любить, чувствовать раздражение или отвращение, возмущаться, не переносить, бояться(τι Isocr., Plat., Dem., Plut. и τινά Arst., τινί Arst., Dem., ἐπί τινι Isocr., Polyb., τινός и περί τι Plat., κατά τινος Luc. и πρός τι Plut.)
δυσχειρανόμενος ὑπό τινος Plut. — ненавистный кому-л.;ἄ πάντα καθορῶν ἐδυσχέρανα Plat. — все, что я видел, вызывало во мне досаду;πάσας δ. τὰς οἰκήσεις Isocr. — везде чувствовать себя плохо;δυσχεραίνει τῶν λεχθέντων Plat. — ему не нравятся эти слова;τὸν θάνατον δ. Arst. — бояться смерти2) отвергать, отклонять(θεούς Plat.; ταῦτα Aeschin.)
3) привередничать, придираться(ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
4) причинять досаду, доставлять неприятности(ῥήματα δυσχεράναντα Soph.)
-
66 ενεργητικος
-
67 ενωτιζομαι
-
68 επαχθης
21) тяжелый, тяжеловесный(ἔπαχθῆ ῥήματα Arph.)
2) тягостный, неприятный(νόμος Arst.; ἔς τινα Thuc. и τινι Plut.)
εἰ μέ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Plat. — если эти слова не покажутся дерзкими, т.е. смею сказать;τὸ ἐπαχθές Plat. — невыносимость, непривлекательность -
69 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
70 κατοικτιζω
(fut. κατοικτίσω - атт. κατοικτιῶ) тж. med.1) чувствовать сострадание, жалеть, сочувствовать(πάθος, τινά Aesch.; τοὺς πόνους τινός Soph.; συμφοράς τινος Eur.)
2) вызывать или внушать сострадание(ῥήματα κατοικίσαντα Soph.)
3) жаловаться, плакаться, сетовать(ἐπί τι Her.)
4) жалеть, щадить(χιτῶνος ἔργον Aesch.)
5) жалеть, оплакивать(στρατόν Aesch.)
-
71 κοινολεκτουμενος
-
72 κωτιλος
-
73 λαλεω
1) (тж. λ. εἰς τὸν ἀέρα NT.) говорить зря, болтать, молоть языкомλαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Plat. — ты болтаешь пустяки, вместо того, чтобы ( точнее не желая) отвечать;
ἕπου καὴ μέ λάλει Arph. — следуй (за мной) и не болтай, т.е. без лишних разговоров2) говорить, владеть речью(λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλέν ἀνθρώπου Arst.; ἐλάλησεν ὅ κωφός NT.)
ζωγραφία λαλοῦσα Plut. — (поэзия есть) говорящая живопись3) говорить, рассказывать, беседовать(τί τινι, τινι περί τινος Arph., τι πρός τινα, τι μετά τινος, εἴς τινα περί τινος, τινι NT.)
πρᾶγμα κατ΄ ἀγορὰν λαλούμενον Arph. — вещь, ставшая предметом различных толков;στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι NT. — побеседовать лично4) издавать нечленораздельные звуки, т.е. мычать, щебетать, стрекотать и т.п. (λαλοῦσι μὲν οἱ πίθηκοι, φράζουσι δὲ οὔ Plut.)5) издавать музыкальные звуки, играть(ἐν αὐλῷ Theocr.; διὰ σάλπιγγος Arst.)
6) изрекать, произносить(ῥήματα, βλασφημίας NT.)
7) возвещать -
74 λοφος
ὅ1) затылок, шея(ἵππων Hom.)
ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. — держать шею в ярме, т.е. покорно подчиняться2) султан на шлеме(ἱππιοχαίτης Hom.; ὑακινθινοβαφής Xen.)
3) хохол(ок), чуб(κορυδάλων Arst.)
λόφους κείρεσθαι Her. — стричься, оставляя чубы;ῥήματα λόφους ἔχοντα Arph. — хохлатые, т.е. витиеватые слова4) мясистый нарост (на голове), гребень(ἀλεκτρυόνος Arph.)
5) плавник (sc. δελφῖνος Plut.)6) гребень холма, тж. холм, возвышение Hom., Her. etc. -
75 μεγαλειος
31) величественный, великолепный, пышный(κτῆμα, ῥήματα Xen.; μεγαλεῖον ποιῆσαί τινα NT.)
2) самонадеянный, высокомерный, заносчивый(μ. καὴ σφοδρός Xen.)
-
76 μορμορωπος
-
77 ξυγγραφω
(ᾰ) тж. med.1) записывать(τὰ ῥήματά τινος Xen.)
τὰ θεσπισάσης τές Πυθίης συγγράψασθαι Her. — записать вещания Пифии2) описывать(ἀτρεκέως τι Her.; τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὴ Ἀθηναίων Thuc.)
τέν ξυμβουλέν περί τινος σ. Plat. — письменно излагать мнение о чем-л.3) писать (преимущ. в прозе), сочинять(ἐπαίνους Plat.)
μέ ποιεῖν μηδὲ σ. Plat. — не писать ни стихов, ни прозы;ὅ τέν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς Plat. — автор сочинения о поваренном искусстве;λόγος συγγεγραμμένος Plat. — (заранее) составленная речь;τοὺς νόμους συγγράφεσθαι Xen. — составлять законы;συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα Isocr. — заключать мирный договор с кем-л.;συγγράφεσθαι γάμον Plut. — заключать брачный договор4) составлять законопроекты, писать законы(οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Plat.)
5) составлять или подписывать договорξυνεχώρησαν ἐφ΄ οἷς ἠξίουν καὴ ξυνεγράψαντο Thuc. — (лакедемоняне) согласились на требования (аргосцев) и заключили договор;
συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον Dem. — заключить договор о доставке в порт6) писать, рисовать(χέν συγγεγραμμένος Arph.)
7) (лат. conscribo) вносить в сенаторские спискитолько в выраж.
πατέρες συγγεγραμμένοι Plut. = лат. patres conscripti -
78 ξυλλεγω
[λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)1) собирать(κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT.; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.)
σύλλεξαι σθένος Eur. — соберись с силами;βίον σ. Eur. — добывать себе пропитание;ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. — оправиться от слабости;εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. — приходить в себя2) копить, накапливать(φερνάς τινι Her.)
αὑτῷ σ. Men. — копить себе добро3) созывать, собирать(ἐγχωρίους Eur.; τέν ἐκκλησίαν Xen.)
συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. — собираться в Сардах4) формировать(στρατόν Thuc.; λόχον Xen.)
ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷ ἥ πολυλογία Xen. — вследствие этого у него сложилась привычка к многословию5) составлять, сочинять(μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὴ λόγους Dem.)
6) собирать сведения(σ. καὴ πυνθάνεσθαι Dem.)
-
79 ξυμπλεκω
1) сплетать(στέφανον Plut.; τὼ χεῖρε Thuc.)
2) связывать(σῶμα λύγοισι Eur.)
3) сочетать, соединять(τὰς φύσεις ἀλλήλαις Plat.)
σ. τὰς Ἑλληνικὰς καὴ τὰς Ἰταλικὰς πράξεις Polyb. — излагать во взаимной связи события из греческой и италийской истории;σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὴ ἀριθμόν Arst. — объединять движение и число в одном понятии4) слагать, составлять(τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Plat.)
αἱ κατηγορίαι ἁπλαὴ καὴ συμπεπλεγμέναι Arst. — категории простые и сложные (составные)5) запутыватьἴχνη συμπεπλεγμένα Xen. — запутанные следы;
σ. τοῖς ὀνόμασι τοὺς νόμους Dem. — путанно излагать законы;σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις Polyb. — излагать факты вперемешку6) преимущ. pass. схватываться, вступать в рукопашный бой(τινί Her., Polyb.)
συμπλέκεσθαι διαγωνίζεσθαι Dem. — вести рукопашный бой7) pass. вступать в связь(τινι Eur., Arst.)
8) завязывать, затевать(πόλεμον Dem.)
-
80 ονομα
ион. οὔνομα, эол. ὄνῠμα и ὤνομα - ατος τό1) имя, название(ὄ. θέσθαι или θεῖναί τινι Hom.)
ὄ. καλεῖν τινα или τινι и λέγειν τινὰ ὀνόματι Plat. или ἐξ ὀνόματος Polyb. — называть кого-л. по имени;τι ὀνόματι προσαγορεύειν Arst. — давать чему-л. название;πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen. — город с названием Тапсак;πόλις ὄ. Καιναί Xen. — город по имени Кены2) (громкое) имя, слава(ὄ. καὴ κλέος Anth.)
ὄ. ἔχειν ἀπό τινος Her., Plat.; — составить себе имя (= прославиться) благодаря чему-л.;κτήσεσθαι ἔκ τινος ὄ. μέγα Xen. — стяжать себе чем-л. великую славу3) (пустое) слово4) отговорка, предлогμετ΄ ὀνομάτων καλῶν Thuc. — под благовидными предлогами
5) термин(ὄ. ἐν τῇ ναυτικῇ Xen.)
6) выражение или речь Dem.7) ( описательно = κάρα, κεφαλή и т.п.)ὦ φίλτατον ὄ. Πολινείκους! Eur. — о милый Полиник!
8) грам. имя (нарицательное), слово(ῥήματα καὴ ὀνόματα Plat.)
9) грам. имя собственное
См. также в других словарях:
ῥήματα — ῥή̱ματα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπαθή ρήματα — Τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει πάλι σε αυτό. Προέρχονται από τα αντίστοιχα ενεργητικά ρήματα και μπορούν να αναλυθούν στο ενεργειακό ρήμα και στην ανάλογη αυτοπαθή αντωνυμία: καθαρίζομαι =… … Dictionary of Greek
αμετάβατα ρήματα — Τα ενεργητικά ρήματα, των οποίων όμως η ενέργεια δεν κατευθύνεται σε κάτι εκτός του υποκειμένου, αλλά περιορίζεται μόνο σε αυτό, π.χ. τρέχω, φωνάζω, κλαίω, μιλώ κλπ. Τα α.ρ. δεν έχουν αντικείμενο. Πολλές φορές, ένα ρήμα μπορεί να είναι και α. και … Dictionary of Greek
αποθετικά ρήματα — Τα ρήματα που έχουν μόνο μέση φωνή: έρχομαι, δέχομαι κλπ. (τύπος έρχω ή δέχω δεν υπάρχει). Ονομάστηκαν έτσι από λανθασμένη αντίληψη των παλαιών γραμματικών, που πίστευαν ότι αρχικά είχαν και ενεργητική φωνή την οποία απέβαλαν (απέθεντο) αργότερα … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… … Dictionary of Greek