-
21 σύμφυσις
A growing together, natural junction, esp. of the bones, Hp.Fract.37, cf. Art.34; opp. ἁφή, as being not mere contact, but continuity of substance, Arist.Metaph. 1014b22, cf. 1069a12, Ph. 227a23;σ. ὀστῶν Id.HA 518b8
; so of bones united, κατὰ σύμφυσιν, opp. articulation ([etym.] κατ' ἄρθρον), Gal.2.734, PLit.Lond.167.19 (ii/iii A.D.); of attachment of muscles to bones, Gal.2.445,484;ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκός Pl.Ti. 77d
, cf. Arist.HA 547a16, PA 693b25; ἡ πρὸς τὴν μήτραν σ. [τοῦ Χορίου] Sor.1.73; closing or healing up of an injured tree, Thphr.HP9.2.6; ἡ σ. καὶ ἡ τάξις structure and arrangement of a physical body, Id.Sens.79, cf. Lap.11; ἔντερον συμφύσεις ἔχον, of intestines divided into chambers by constriction, Arist.HA 507b35;ἡ σ. τοῦ πνεύμονος κατὰ ῥάχιν Aret.SD1.9
; of the tongue, ib.7.2 metaph. of the mystic's union with the Supreme Being, Porph.Abst.1.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφυσις
-
22 ἐξομαλίζω
A make quite smooth,πρὸς τὸν κανόνα τὸν λίθινον IG12.373.209
;τὴν ῥάχιν Sor.1.102
, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.37.9 ([voice] Pass. ) (also in [voice] Med.,τὰ σώματα Str.15.1.54
); level,τὸν τῆς πόλεως περίβολον J.BJ7.1.1
:—[voice] Pass.,ἔδαφος -ισμένον D.S.2.10
.2 render homogeneous, Hp.Medic.10.II form according to rule, A.D.Synt.310.5 ([voice] Pass.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξομαλίζω
-
23 ἐπεμβαίνω
A step or tread upon, in [tense] pf., stand upon, c. gen.,οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς Il. 9.582
;σῆς ἐπεμβαίνων χθονός S.OC 924
; δίφρου ἐπεμβεβαώς mounted on a chariot, Hes.Sc. 324;ὄχθων ἐπεμβάς E.Ba. 1061
codd.: abs.,ἐπεμβεβαώς Pi.N.4.29
: also c. dat., approach, attack,πύργοις ἐπεμβάς A.Th. 634
, etc.;τῷ δήμῳ Hyp.Phil.Fr.10
;ἐ. ἀλλοτρίαις ἕδραις Gal. UP14.14
: c. acc., : with a Prep., (lyr.).II c. dat. pers., trample upon,ἐχθροῖσιν.. ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456
: metaph.,ταῖσδ' ἐπεμβαίνειν E.Hipp. 668
;κατ' ἐμοῦ.. μᾶλλον ἐπεμβάσει S.El. 836
(lyr.);ἁμαρτήμασί τινων Plu.2.59d
.2 τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων taking advantage of the opportunity, D.21.203.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεμβαίνω
-
24 ἐπικοιλαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικοιλαίνω
-
25 ὑπέρσαρκος
ὑπέρσαρκ-ος, ον,A covered with flesh, [ἵπποι] ῥάχιν ὑπέρσαρκοι Ar.Byz.Epit.147.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρσαρκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥάχιν — ῥάχις the lower part of the back fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NODUS Hyaenae — apud Lucanum l. 6. v. 672. ubi res omnes Magiae inservientes enumerat, Viscera non lyncis, non dirae nodus Hyaenae, Aristoteli ἡ πῆξις τῆς ὑαίνης, Magicus nodus est seu Defixio, quâ illaqueare eam omne animal, quodcumque ter lustraverit, dicit… … Hofmann J. Lexicon universale
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… … Hofmann J. Lexicon universale
κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… … Dictionary of Greek
κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… … Dictionary of Greek
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek
ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… … Dictionary of Greek
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
ραχίζω — ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α [ῥάχις] νεοελλ. (σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να τό αποτελειώσω μσν. αρχ. διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek