-
1 ράβδωμα
-
2 ῥάβδωμα
-
3 ῥάβδωμα
-
4 ῥάβδωμα
A rod or bundle of rods, Hsch. s.v. σκυτάλια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥάβδωμα
-
5 багет
багетм ἡ μπαγέτα, ἡ βέργα (деревянный) I τό ράβδωμα, τό χείλωμα (лепной). -
6 ραβδώματα
-
7 ῥαβδώματα
-
8 ῥάβδωσις
См. также в других словарях:
ῥάβδωμα — rod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδωμα — το / ῥάβδωμα, ΝΑ νεοελλ. βιολ. κεντρικό ραβδίο τών αισθητήριων κυττάρων τού ομματιδίου στους σύνθετους οφθαλμούς τών καρκινοειδών και τών εντόμων, το οποίο σχηματίζεται από σύνολο μικροσωληναρίων και υποστηρίζει την αισθητηριακή μεταγωγή, αλλ.… … Dictionary of Greek
ῥαβδώματα — ῥάβδωμα rod neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδομερές — το, Ν βιολ. μεμονωμένο στοιχείο τού ραβδώματος στα αμφιβληστροειδικά κύτταρα τών ομματιδίων ενός σύνθετου οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdomere (< ράβδωμα + μερής, μερές < μέρος] … Dictionary of Greek