-
81 καμπυλος
31) согнутый, изогнутый, кривой(τόξον, ἄροτρα Hom.; ῥάβδος Plut.)
; гнутый(κύκλα, ἅρμα Hom.)
2) изломанный3) состоящий из чередующихся размеров, разнообразный(μέλος Anth.)
-
82 τριπετηλος
-
83 υπατηις
-
84 υπομακρος
-
85 борштанга
η ράβδος της τόρνευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борштанга
-
86 брусок
1. тех. η μακρόστενη ράβδος 2. (ватервейсо-вый) мор. η πλευρική σανίδα του καταστρώματοςη υδρορροή3. (точильный камень) η ρίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брусок
-
87 вайерварс
η ακιδωτή ράβδος/το ακιδωτό ραβδί για την κατασκευή σύρματος (από χαλκό ή αλουμίνιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вайерварс
-
88 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
89 заворот
1. (стальной брусок для правки струга) το εργαλείο/η ράβδος ξέσης/ξε-χειλώματος 2. (кромок) το γύρισμα (των ακμών) 3. мед.- кишок ο ειλεός, ο στροφόςτο στρίψιμο, η συστροφή του εντέρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заворот
-
90 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
91 золото
хим. (Au) ο χρυσ/όςразг. το χρυσάφιподвергать - аффинажу εμπλουτίζω το -, καθαρίζω το -червонное - ερυθρός -, βενετσιάνικος/ενετικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золото
-
92 леер
(судовой) η χειραγωγός ράβδοςразг. το ρέλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > леер
-
93 метршток
η ράβδος μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метршток
-
94 оселок
η ράβδος του τελικού ακονισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оселок
-
95 палка
η βέργα, το ραβδί, η ράβδος(трость) το μπαστούνι (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палка
-
96 ползун
1. (крейцкопф) о σταυρός της μηχανής, το ζύγωμα 2. (подшипника) το έδρανο ολίσθησης 3. текст. η γλιστρά, η ευθύντρια ράβδος, το ολισθένον τεμάχιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ползун
-
97 прут
η βέργα, η βίτσα, η ράβδος, το ραβδίивовый - η λυγαριά, ο λύγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прут
-
98 пруток
1. тех. η ράβδος, η βέργα 2 (вязальная игла) η βελόνα (για πλέξιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пруток
-
99 разделка
1. (обработка каким-л. образом) η διαμόρφωση, η προετοιμασία1 -кабеля - των καλωδίων 2. (придание какого-л. вида) η κοπή 4. (оконная) η ξύλινη ενισχυτική ράβδος γυαλιού/τζαμιού (του παραθύρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделка
-
100 рейка
1. (деревянная планка для крепления, перекрытия пазов) η σανίδα, το πέταυρο 2. (разновидность пиломатериала, получаемая опиловкой кромок досок) η (λεπτή) στενή σανίδα 3. (деревянный брусок с делениями для промеров) о πήχυς-μετρητής 4. (зубчатая) η οδοντωτή ράβδος/τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейка
См. также в других словарях:
ῥάβδος — rod fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)