-
21 ράβδος
1) barre2) bâton3) lingot -
22 παχύ-ραβδος
παχύ-ραβδος, dickruthig, dickstreifig, besser παχύῤῥαβδος.
-
23 πεντάῤ-ῥαβδος
πεντάῤ-ῥαβδος, aus fünf Stäben, Strichen, ἐν πενταῤῥάβδῳ χορδᾶν ἀριϑμῷ, d. i. mit fünf Saiten. Telest. bei Ath. XIV, 637 a.
-
24 πολύῤ-ῥαβδος
πολύῤ-ῥαβδος, mit vielen Stäben, Streifen, Arist. bei Ath. VII, 305 d.
-
25 τετράῤ-ῥαβδος
τετράῤ-ῥαβδος, mit vier Stäben, Streifen u. dgl., Schol. Pind. P. 2, 73.
-
26 καλλίῤ-ῥαβδος
καλλίῤ-ῥαβδος, mit schöner Ruthe, Hesych.
-
27 δί-ραβδος
-
28 ὀκτά-ραβδος
ὀκτά-ραβδος, achtstreifig, E. M. 621, 16.
-
29 ὀκτώ-ραβδος
ὀκτώ-ραβδος, mit acht Stäben, Streifen, Schol. Il. 5, 723.
-
30 ἄ-ραβδος
-
31 ἄῤ-ῥαβδος
ἄῤ-ῥαβδος, ohne Stab, ohne Ruthe, Sp.
-
32 lingot
ράβδος -
33 asa
ράβδος, σκήτηρο, μαγκούρα -
34 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
35 ράβδω
ῥάβδοςrod: fem nom /voc /acc dualῥάβδοςrod: fem gen sg (doric aeolic)——————ῥάβδοςrod: fem dat sg -
36 жезл
-а α.ράβδος, ραβδί, βακτηρία•пастушеский жезл αγκλίτσα•
маршальский жезл στρα-ΐαρχική ράβδος•
волшебный жезл μαγική ράβδος.
|| σκήπτρο. -
37 жезл
1. (трость, стержень) η ράβδος, το ραβδί 2. (геод) ο πήχυς 3. ж.-д. η ράβδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жезл
-
38 палка
палка ж 1) το ραβδί, το ξύλο- лыжная \палка η χιονοδρομική ράβδος 2) (трость ) το μπαστούνι* * *ж1) το ραβδί, το ξύλοлы́жная па́лка — η χιονοδρομική ράβδος
2) ( трость) το μπαστούνι -
39 жезл
жезлм τό σκήπτρο, ἡ ράβδος:маршальский \жезл ἡ στραταρχική ράβδος. -
40 посох
посохм τό ραβδί, τό μπαστούνι, Д ράβδος, ἡ βακτηρία / ἡ ποιμαντορι^ (αρχιερατική) ράβδος, ἡ πατερίτσα (епи-. скопский). ί
См. также в других словарях:
ῥάβδος — rod fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)