-
1 παλιούρινος
παλιούρινος, aus dem Folgenden gemacht, ῥάβδοι, Strab. XVI, 776.
-
2 χαλκο-ειδής
χαλκο-ειδής, ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
-
3 γυμνασι-αρχικός
γυμνασι-αρχικός, ή, όν, zum Gymnasiarchen gehörig, ῥάβδοι Plut. Ant. 33.
-
4 δια-σχιδής
δια-σχιδής, ές, gespalten, ῥάβδοι Ath. XI, 488 d.
-
5 λεγνωτός
λεγνωτός, mit einem bunten Saum versehen; χιτών, Callim. Dian. 12; λεγνωταὶ ῥάβδοι, Nic. Ther. 726.
-
6 οἴσυον
-
7 ῥάχος
ῥάχος, ἡ, ion. ῥηχός oder ῥῆχος, 1) Dornstrauch, dorniges, struppiges Gebüsch, im Ggstz hochstämmiger starker Bäume, Xen. Cyn. 10, 7; Phot. erklärt ῥάχοι αἱ μυρίκιναι ῥάβδοι u. führt aus Soph. (frg. 935) ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης an, τοὺς φραγμοὺς ποίμνης erklärend; also – 2) Dornhecke, Dornzaun, Umhägung, Einfriedigung mit dornigem Strauchwerk, wofür das ion. ῥῆχος, od. richtiger ῥηχός, Her. 7, 142; Hesych. erkl. αἱμασιά. – 3) stachlige, dornige Ruthe, u. übh. Ruthe, Reis; E. M. erkl. σκόλοπα ἀκανϑώδη u. führt an, daß es auch von der Weinrebe gesagt werde, in welcher Bdtg ῥάχη bei Theophr. steht. – 4) nach Paus. 2, 32 hießen die wilden Oelbäume dei den Trözeniern ῥάχοι.
-
8 ῥάβδος
ῥάβδος, ἡ, 1) Ruthe, Gerte, Stab; bes. – a) eine Zauberruthe, die in andere Gestalten verwandelt; vom Zauberstabe der Circe, Od. 10, 238. 319. 389; der Athene, 13, 429. 16, 172. 456, des Hermes, τῇ τ' ἀνδρῶν ὄμματα ϑέλγει, τούς τ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει, Il. 24, 343 Od. 5, 47. 24, 2; – auch Angelruthe, περιμήκης, 12, 251. – b) der Stab als Zeichen der Würde, Herrscher-, Richterstab, wie σκῆπτρον, ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον Ἅιδας, Pind. Ol. 9, 33; – auch das Abzeichen der Rhapsoden, I. 3, 56, vgl. Dissen dazu. – c) Stock, Ruthe zum Schlagen; κοσμούσης ῥάβδου νουϑέτησις, Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Ax. 367 a; μάστιξ ἢ ῥάβδος, Xen. Hipp. 8, 4; ῥάβδῳ κρούειν, 11, 4; vgl. Hdn. 7, 9, 13; Plut. oft. – d) Schaft eines Wurfspießes, Xen. Cyn. 10, 3. 16; Poll. 5, 20 erkl. προβόλιον; dah. αἱ ῥάβδοι die Ruthenbündel, fasces der röm. Lictoren. – Bei Ar. Av. 587 wird es vom Schol. als εἶδος δικτύου ὃ χρίουσιν ἰξῷ erkl., u. dafür die v. l. σταυροί angeführt. – 2) Strich, Streifen, βοείας ῥάψε ϑαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν, Il. 12, 297. – In Steinen od. Metallgängen die Adern, Theophr. – An Kleidern, Poll. 7, 53. – Streifen am Himmel, was wir nennen »die Sonne zieht Wasser«; Arist. de mund. 4; Plut. plac. phil. 3, 6. – Zeile, Vers, Gramm. S. Schol. Pind. I. 3, 56 u. Erkl. daselbst. – Auch als diakritisches Zeichen, = ὀβελός. – Bei Aesch. Suppl. 245 wird es = ῥαβδοφόρος erkl., aber die Lesart ist unsicher. – Die Accentuation ῥᾶβδος, von Eust. angeführt, ist von Bekker im Aristot. aufgenommen. – Verwandt mit ῥάσσω, ῥαπίς.
-
9 ῥάβδος
ῥάβδος, ἡ, (1) Rute, Gerte, Stab; bes. (a) eine Zauberrute, die in andere Gestalten verwandelt; vom Zauberstabe der Circe, der Athene, des Hermes; Angelrute; (b) der Stab als Zeichen der Würde, Herrscher-, Richterstab; das Abzeichen der Rhapsoden; (c) Stock, Rute zum Schlagen; (d) Schaft eines Wurfspießes; dah. αἱ ῥάβδοι die Rutenbündel, fasces der röm. Lictoren; (2) Strich, Streifen. In Steinen od. Metallgängen die Adern. An Kleidern. Streifen am Himmel, was wir nennen 'die Sonne zieht Wasser'; Zeile, Vers. Auch als diakritisches Zeichen, = ὀβελός
См. также в других словарях:
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
NOBILES — apud Romanos dicti sunt, qui Maiorum suorum habuêre imagines. Est autem imago docente Polybiô l. 6. insignis alicuius Viri simulacrum, oris similitudinem artificlose effictam, coloribus pigmentisque adumbratam, referens, quod in insigniori ac… … Hofmann J. Lexicon universale
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek