-
1 ῑτέϊνος
ῑτέϊνος, von Weiden gemacht, geflochten; ῥάβδος Her. 4, 67; σάκεα Theocr. 16, 79; Theophr.
-
2 ιτεινος
-
3 ἰτέϊνος
A of willow,ἰ. ῥάβδος Hdt.4.67
, cf. Thphr.HP5.3.4, PCair.Zen.353.5 (iii B.C.); τὰ ἰ. Sammelb.5807.3.II made of withy rods, wicker,ἰ. σάκεα Theoc.16.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰτέϊνος
-
4 ῑτέϊνος
ῑτέϊνος, von Weiden gemacht, geflochten -
5 ιτείνων
-
6 ἰτείνων
-
7 ιτέινον
-
8 ἰτέινον
-
9 ιτείνησι
-
10 ἰτείνῃσι
-
11 ιτείνοις
-
12 ἰτείνοις
-
13 ιτείνοισιν
-
14 ἰτείνοισιν
-
15 ιτέινα
-
16 ἰτέινα
-
17 вербный
επ.ιτέινος, από ιτιά.εκφρ.- ое воскресенье – ή Κυριακή των Βαΐων•- ая суббота – Σάββατο παραμονή των Βαΐων. -
18 ивовый
επ.ιτέινος• από ιτιά. -
19 лозовый
επ.ιτέινος. -
20 ракитовый
επ.ιτέινος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιτέινος — ἰτέινος, εΐνη, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή κλάδους ιτιάς («ῥάβδοισι ἰτεΐνησι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + επίθημα ινος (πρβλ. δρύ ινος, ξυλ ινος)] … Dictionary of Greek
ἰτείνων — ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow fem gen pl ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτέινον — ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow masc acc sg ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰτείνοις — ἰ̱τεΐνοις , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτείνοισιν — ἰ̱τεΐνοισιν , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτείνῃσι — ἰ̱τεΐνῃσι , ἰτέινος of willow fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτέινα — ἰ̱τέϊνα , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)