Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῑτέϊνος

См. также в других словарях:

  • ιτέινος — ἰτέινος, εΐνη, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή κλάδους ιτιάς («ῥάβδοισι ἰτεΐνησι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + επίθημα ινος (πρβλ. δρύ ινος, ξυλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ἰτείνων — ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow fem gen pl ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέινον — ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow masc acc sg ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ἰτείνοις — ἰ̱τεΐνοις , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτείνοισιν — ἰ̱τεΐνοισιν , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτείνῃσι — ἰ̱τεΐνῃσι , ἰτέινος of willow fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέινα — ἰ̱τέϊνα , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»