-
101 λειπώδιν
A past bearing children, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειπώδιν
-
102 λείρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείρινος
-
103 λεπτόϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόϊνος
-
104 λευκόϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόϊνος
-
105 λιβάνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβάνινος
-
106 λιθαργύρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθαργύρινος
-
107 λίθινος
A made of stone, Hippon.10, Ibyc.22, Hdt.3.88, Th.3.68, Herod.7.109, PHib.1.27.26 (iii B.C.), etc.; λ. θάνατος, i.e. caused by seeing the Gorgon's head, Pi.P.10.48; soλ. εὐθὺς γίγνομαι Antiph.166.4
; but, ἕστηκε λίθινος, of a statue, Hdt.2.141 (cf.ἵστημι A.1
, B.111.2); τὰ λ. marble statues, X.Lac.3.5;Ἑρμῆς λ. Eub.96
; for Hdt.2.69, v. λίθος 11.1,ὕαλος 11
: metaph., . Adv. - νως like stone, λ. βλέπειν πρός τινα, with allusion to the Gorgon, X.Smp. 4.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίθινος
-
108 λιθογλώχιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογλώχιν
-
109 λίνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίνινος
-
110 λύγδινος
A of white marble,βωμός Africa Italiana 1.325
(Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1;λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύγδινος
-
111 λύγινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύγινος
-
112 λώτινος
II made of lotus-wood,ὑποθυμίδες Anacr.39
;κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45
; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr. 931.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λώτινος
-
113 μαλαβάθρινος
μᾱλᾰβάθρ-ῐνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλαβάθρινος
-
114 μαλθάκινος
Aμαλθακός, χάρις AP9.567
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθάκινος
-
115 μαρμάρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμάρινος
-
116 μαστίχινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστίχινος
-
117 μελίτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίτινος
-
118 μεσημβρινός
A belonging to noon, noontide,εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις.. εὕδοι πεσών A.Ag. 565
; μεσημβρινοῖσι θάλπεσι in the noonday heats, Id.Th. 431, cf. 381, Ar.Av. 1096;κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Id.V. 774
, cf. Ach.40;μ. δαιμόνιον LXX Ps.90(91).6
; ὁ μ. ᾠδός, of the cicada, AP 9.584.11; τὸ μεσαμβρινόν at noon, Theoc.1.15, 10.48, Luc.Anach.25: without the Art., Nic.Th. 401; ὁ μ. κύκλος the meridian, Euc.Phaen. p.6 M., Gem.2.25: without κύκλος, Arist.Mete. 362b11, 375b29, Hipparch. 3.1.1, al., Str.2.1.10, Cleom.1.8, etc., cf. Theo Sm.p.131 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσημβρινός
-
119 μετοπωρινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοπωρινός
-
120 μηδαμινός
A good for nothing, Hsch.s.v. οὐθένεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηδαμινός
См. также в других словарях:
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη … Dictionary of Greek
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)