-
1 ἰάλεμος
Grammatical information: m.Meaning: `lament, dirge' (trag. in lyr., Theoc.); `tedious, dull person', also adj. `slow' (hell.; cf. below).Other forms: ἰήλεμος (on the distribution Björck Alpha impurum 16).Derivatives: ἰαλεμώδης `plaintive' (H., Phot., Suid.), ἰαλεμέω, - ίζω ( ἰη-) `lament' (Hdn., Call.) with ἰηλεμίστρια f. `wailing woman' (A. Cho. 424, lyr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Expressive word, perhaps from the interjection ἰή (cf. v. Wilamowitz on Eur. Her. V. 109; after the subst. ἰά); not very probable. The formation futher only in κοάλεμος, which may have influenced the later meaning of ἰάλεμος. Zacher IF 18 Anz. 86 assumes for ἰάλεμος Thraco-Phrygian origin. κοάλεμος is prob. Pre-Greek, and so will be our word (Fur. 151, 317).Page in Frisk: 1,703Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰάλεμος
-
2 Ιάλεμος
-
3 Ἰάλεμος
-
4 ιάλεμος
-
5 ἰάλεμος
-
6 ἰάλεμος
a dirge ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον Θρ. 5a. 2 = b. 6.b τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Καλλιόπης, ὡς φησὶ Πίνδαρος. Σ Eur. Rhesus 895. ἁ δ' Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος (sc. ὕμνει) Θρ. 3. 9. -
7 ἰάλεμος
A lament, dirge, used by Trag. in lyr., A.Supp. 115, E.Rh. 895, Tr. 1304, Ph. 1033, etc.;τὸν ἰ. ἀρίστευσε Theoc.15.98
: rare in Prose, Metrod.Herc.831.17 (s.v.l.)<*> prov., ἰαλέμου ψυχρότερος, of something tedious and dull, Zen.4.39.II as Adj., melancholy, (lyr., s.v.l.); but usu.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάλεμος
-
8 Ιαλέμοις
-
9 Ἰαλέμοις
-
10 Ιαλέμου
-
11 Ἰαλέμου
-
12 Ιαλέμους
-
13 Ἰαλέμους
-
14 Ιαλέμω
-
15 Ἰαλέμῳ
-
16 Ιαλέμωι
-
17 Ἰαλέμωι
-
18 Ιαλέμων
-
19 Ἰαλέμων
-
20 Ιάλεμοι
См. также в других словарях:
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek
Ἰάλεμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάλεμος — ἰά̱λεμος , ἰάλεμος lament masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ялем — (Ίαλεμος) сын Аполлона и Каллиопы, эпоним особого вида заплачек и жалобных песен, изобретение которых приписывалось ему. Песня Я. была выразительницей сильного горя и раздавалась лишь при особо тяжелых несчастьях; вообще этот вид скорбной лирики… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰαλέμοις — Ἰάλεμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμου — Ἰάλεμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμους — Ἰάλεμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμῳ — Ἰάλεμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰηλέμοισιν — ἰάλεμος lament masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰηλέμων — ἰάλεμος lament masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)