-
1 Ασώπιος
-
2 Ἀσώπιος
-
3 Ασωπιος
-
4 Ἀσώπιος
1 of Asopos ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (Σ, edd. disagree as to whether this river is the Boeotian Asopos or in Aigina) N. 3.4 -
5 Asopius
Ἀσώπιος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Asopius
-
6 Ασωπίου
-
7 Ἀσωπίου
-
8 Ασωπίω
-
9 Ἀσωπίῳ
-
10 Ασωπίων
-
11 Ἀσωπίων
-
12 Ασώπιον
-
13 Ἀσώπιον
-
14 Asopus
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Asopus
См. также в других словарях:
Ἀσώπιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασώπιος — Επώνυμο οικογενείας λογίων. 1. Ειρηναίος (Κέρκυρα 1825 – Αθήνα 1905). Λόγιος και δημοσιογράφος. Γιος του Κωνσταντίνου Α. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και στη συνέχεια ιατρικής… … Dictionary of Greek
Ἀσωπίου — Ἀσώπιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωπίων — Ἀσώπιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωπίῳ — Ἀσώπιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσώπιον — Ἀσώπιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… … Dictionary of Greek
χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… … Dictionary of Greek
Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) … Dictionary of Greek
γραμματολογία — Η ιστορία της λογοτεχνίας και γενικότερα η επιστήμη της λογοτεχνίας, η ερμηνεία και η θεωρία της. Η γ. αποτελεί ταμείο των θησαυρών της λογοτεχνίας κάθε λαού. Συνεπώς, ενώ έχει αναμφισβήτητα χαρακτήρα παγκοσμιότητας, είναι στην υποδομή της καθαρά … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek