Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾰχαιός

См. также в других словарях:

  • Ἀχαιός — Achaean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Αχαιός — ο ο κάτοικος της Αχαΐας (παλαιότερα ο Έλληνας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀχαιά — Ἀχαιός Achaean neut nom/voc/acc pl Ἀχαιά̱ , Ἀχαιός Achaean fem nom/voc/acc dual Ἀχαιά̱ , Ἀχαιός Achaean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιόν — Ἀχαιός Achaean masc acc sg Ἀχαιός Achaean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιαί — Ἀχαιός Achaean fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖς — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖσι — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖσιν — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοί — Ἀχαιός Achaean masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῦ — Ἀχαιός Achaean masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»