-
1 ατρεκεία
ἀτρεκείᾱ, ἀτρέκειαprecise truth: fem nom /voc /acc dualἀτρεκείᾱ, ἀτρέκειαprecise truth: fem nom /voc /acc dual (ionic)ἀτρεκείᾱ, ἀτρέκειαprecise truth: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἀτρεκείᾱͅ, ἀτρέκειαprecise truth: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀτρεκείᾱͅ, ἀτρέκειαprecise truth: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ατρέκεια
-
3 ἀτρέκεια
-
4 ἀτρέκεια
1 precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude,νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
-
5 ατρεκεια
ион. ἀτρεκείη и ἀτρεκίη ἥ истина, правда(ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pind.; ἀτρέκειάν τινος εἰδέναι Her.)
-
6 ἀτρεκεία
Βλ. λ. ατρεκεία -
7 ἀτρεκείᾳ
Βλ. λ. ατρεκεία -
8 ἀτρέκεια
A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4;τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152
, cf. 6.1; μαθεῖν.. τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in pl.,τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3
.II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρέκεια
-
9 ἀτρέκεια
ἀ-τρέκεια, Zuverlässigkeit, ausgemachte Wahrheit; der wahre Hergang u. Zusammenhang; personifiziert: Gerechtigkeit -
10 ατρεκείας
ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem acc plἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem acc pl (ionic)ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
11 ἀτρεκείας
ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem acc plἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem acc pl (ionic)ἀτρεκείᾱς, ἀτρέκειαprecise truth: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
12 ατρεκείη
ἀτρέκειαprecise truth: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀτρέκειαprecise truth: fem dat sg (epic ionic)ἀτρέκειαprecise truth: fem dat sg (epic ionic) -
13 ατρεκες
-
14 ατρεκιη
-
15 ἀ-τρεκηΐη
-
16 ἀ-τρεκίη
ἀ-τρεκίη, ἡ, ion. = ἀτρέκεια.
-
17 ατρεκείην
-
18 ἀτρεκείην
-
19 ατρέκειαν
-
20 ἀτρέκειαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτρεκεία — ἀτρεκείᾱ , ἀτρέκεια precise truth fem nom/voc/acc dual ἀτρεκείᾱ , ἀτρέκεια precise truth fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀτρεκείᾱ , ἀτρέκεια precise truth fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρεκείᾳ — ἀτρεκείᾱͅ , ἀτρέκεια precise truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτρεκείᾱͅ , ἀτρέκεια precise truth fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρέκεια — ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, κείη, κηΐη, η (Α) [ατρεκής] 1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν με βεβαιότητα 3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης … Dictionary of Greek
ἀτρέκεια — precise truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρεκείας — ἀτρεκείᾱς , ἀτρέκεια precise truth fem acc pl ἀτρεκείᾱς , ἀτρέκεια precise truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτρεκείᾱς , ἀτρέκεια precise truth fem acc pl (ionic) ἀτρεκείᾱς , ἀτρέκεια precise truth fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρεκείῃ — ἀτρέκεια precise truth fem dat sg (epic ionic) ἀτρέκεια precise truth fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρεκείη — ἀτρέκεια precise truth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρεκείην — ἀτρέκεια precise truth fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρέκειαν — ἀτρέκεια precise truth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια … Dictionary of Greek