-
1 αρωγός
-
2 ἀρωγός
-
3 ἀρωγός
1 succouring c. dat.ΘέρσανδροςἈδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
-
4 ἀρωγός
A aiding, succouring, propitious,τινί Pi.O.2.49
, A.Eu. 289: abs., Id.Pr. 997, S.OT 206 (lyr.):—rare in Prose, beneficial, medically, Hp.Aër.10;ἔλαιον.. ταῖς θριξὶ ἀ. Pl.Prt. 334b
.2 c. gen., serviceable, useful towards a thing,ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu. 486
; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας serviceable in sea-craft, S.Aj. 357; δίψους ἀ. against thirst, Antiph.150;πόνων Luc.Trag.54
: with Preps.,ἐπὶ ψευδέσσι Il.4.235
;πρός τι Th.7.62
: and c. dat.,ῥίζας ἐχίεσσιν ἀ.
serviceable against,Nic.
Th. 636.II as Subst., helper, esp. in battle,ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205
, etc.; also, defender before a tribunal, advocate, ib.18.502;ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp. 726
. -
5 ἀρωγός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρωγός
-
6 αρωγόν
-
7 ἀρωγόν
-
8 αρωγοίς
-
9 ἀρωγοῖς
-
10 αρωγού
-
11 ἀρωγοῦ
-
12 αρωγοί
-
13 ἀρωγοί
-
14 αρωγούς
-
15 ἀρωγούς
-
16 αρωγώ
-
17 ἀρωγῷ
-
18 αρωγών
-
19 ἀρωγῶν
-
20 αρωγά
ἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc /acc dualἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρωγόςaiding: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek