Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾰρίζηλος

См. также в других словарях:

  • ἀρίζηλος — y masc nom sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ἀριζήλω — ἀρίζηλος y masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλως — ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc acc pl (epic doric) ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίζηλον — ἀρίζηλος y masc acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλων — ἀρίζηλος y fem gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοιο — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοις — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοισι — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλου — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλους — ἀρίζηλος y masc acc pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»