-
1 αρίζηλος
-
2 ἀρίζηλος
-
3 ἀρίζηλος
1 conspicuousὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος O. 2.55
-
4 ἀρίζηλος
A- ζηλος IG9(1).270
), also η, ον, v. infr.:—[dialect] Ep. for ἀρίδηλος (- ζηλος from δy ηλος, cf. δῆλος from δεy αλος and δέατο), conspicuous, of lightning,ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244
, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound,ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219
; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib. 519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; . Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρίζηλος
-
5 ἀρίζηλος
ἀρί - ζηλος ( δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519,, Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρίζηλος
-
6 αριζήλω
ἀρίζηλοςy: masc /neut nom /voc /acc dual (epic)ἀρίζηλοςy: masc /neut gen sg (epic doric aeolic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut gen sg (epic doric aeolic)——————ἀρίζηλοςy: masc /neut dat sg (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut dat sg (epic) -
7 αριζήλως
ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc acc pl (epic doric)ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc pl (epic doric) -
8 ἀριζήλως
ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc acc pl (epic doric)ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc pl (epic doric) -
9 αρίζηλον
ἀρίζηλοςy: masc acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: neut nom /voc /acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: neut nom /voc /acc sg (epic) -
10 ἀρίζηλον
ἀρίζηλοςy: masc acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: neut nom /voc /acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc sg (epic)ἀρίζηλοςy: neut nom /voc /acc sg (epic) -
11 αριζήλων
ἀρίζηλοςy: fem gen pl (epic)ἀρίζηλοςy: masc /neut gen pl (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut gen pl (epic) -
12 ἀριζήλων
ἀρίζηλοςy: fem gen pl (epic)ἀρίζηλοςy: masc /neut gen pl (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut gen pl (epic) -
13 αριζήλη
ἀρίζηλοςy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀρίζηλοςy: fem dat sg (attic epic ionic) -
14 αριζήλοιο
-
15 ἀριζήλοιο
-
16 αριζήλοις
-
17 ἀριζήλοις
-
18 αριζήλοισι
ἀρίζηλοςy: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
19 ἀριζήλοισι
ἀρίζηλοςy: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρίζηλοςy: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
20 αριζήλου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρίζηλος — y masc nom sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ἀριζήλω — ἀρίζηλος y masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλως — ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc acc pl (epic doric) ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίζηλον — ἀρίζηλος y masc acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλων — ἀρίζηλος y fem gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλοιο — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλοις — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλοισι — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλου — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριζήλους — ἀρίζηλος y masc acc pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)