-
1 ἀπροσόρατος
1 not to be looked uponτοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
-
2 ἀπροσόρατος
ἀπροσ-όρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροσόρατος
-
3 απροσόρατον
ἀπροσόρατοςnot to be looked on: masc /fem acc sgἀπροσόρατοςnot to be looked on: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀπροσόρατον
ἀπροσόρατοςnot to be looked on: masc /fem acc sgἀπροσόρατοςnot to be looked on: neut nom /voc /acc sg -
5 απροσόρατοι
-
6 ἀπροσόρατοι
См. также в других словарях:
απροσόρατος — ἀπροσόρατος, ον (Α) [προσορώ] αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός … Dictionary of Greek
ἀπροσόρατον — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem acc sg ἀπροσόρατος not to be looked on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσόρατοι — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)