Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ᾰπείρᾱτος

См. также в других словарях:

  • απείρατος — ἀπείρατος, ον (Α) 1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος 2. άπειρος, απέραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πείραρ ( ατος) «τέλος, τέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπείρατος — masc/fem nom sg ἀπείρᾱτος , ἀπείρητος without trial masc/fem nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτως — ἀπείρατος adverbial ἀπείρατος masc/fem acc pl (doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial adverbial (attic doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατον — ἀπείρατος masc/fem acc sg ἀπείρατος neut nom/voc/acc sg ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg (attic doric) ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτοις — ἀπείρατος masc/fem/neut dat pl ἀπειρά̱τοις , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτου — ἀπείρατος masc/fem/neut gen sg ἀπειρά̱του , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτους — ἀπείρατος masc/fem acc pl ἀπειρά̱τους , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτων — ἀπείρατος masc/fem/neut gen pl ἀπειρά̱των , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτῳ — ἀπείρατος masc/fem/neut dat sg ἀπειρά̱τῳ , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατα — ἀπείρατος neut nom/voc/acc pl ἀπείρᾱτα , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατε — ἀπείρατος masc/fem voc sg ἀπείρᾱτε , ἀπείρητος without trial masc/fem voc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»