Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ᾰμελξις

См. также в других словарях:

  • ἀμέλξεις — ἄμελξις milking fem nom/voc pl (attic epic) ἄμελξις milking fem nom/acc pl (attic) ἀμέλγω milk aor subj act 2nd sg (epic) ἀμέλγω milk fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμελξιν — ἄμελξις milking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμέλξεως — ἀμέλξεω̆ς , ἄμελξις milking fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»