-
1 αμελξις
-
2 ἄμελξις
1 milking Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4. -
3 ἄμελξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμελξις
-
4 άμελξις
(-εως) η доение, дойка -
5 ἄμελξις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 20,17 -
6 ἄμελξις
-
7 αμέλξεις
ἄμελξιςmilking: fem nom /voc pl (attic epic)ἄμελξιςmilking: fem nom /acc pl (attic)ἀμέλγωmilk: aor subj act 2nd sg (epic)ἀμέλγωmilk: fut ind act 2nd sg -
8 ἀμέλξεις
ἄμελξιςmilking: fem nom /voc pl (attic epic)ἄμελξιςmilking: fem nom /acc pl (attic)ἀμέλγωmilk: aor subj act 2nd sg (epic)ἀμέλγωmilk: fut ind act 2nd sg -
9 άμελξιν
-
10 ἄμελξιν
-
11 αμέλξεως
-
12 ἀμέλξεως
См. также в других словарях:
ἀμέλξεις — ἄμελξις milking fem nom/voc pl (attic epic) ἄμελξις milking fem nom/acc pl (attic) ἀμέλγω milk aor subj act 2nd sg (epic) ἀμέλγω milk fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμελξιν — ἄμελξις milking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα … Dictionary of Greek
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
ἀμέλξεως — ἀμέλξεω̆ς , ἄμελξις milking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)