-
1 ἀμαξοφόρητος
-
2 ἁμαξοφόρητος
ἁμαξοφόρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξοφόρητος
-
3 αμαξοφόρητον
ἁμαξοφόρητοςcarried in wagons: masc /fem acc sgἁμαξοφόρητοςcarried in wagons: neut nom /voc /acc sg——————ἁμαξοφόρητοςcarried in wagons: masc /fem acc sgἁμαξοφόρητοςcarried in wagons: neut nom /voc /acc sg -
4 αμαξοφόρητοι
-
5 ἁμαξοφόρητοι
См. также в других словарях:
αμαξοφόρητος — ἁμαξοφόρητος, ον (Α) 1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα 2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω] … Dictionary of Greek
ἀμαξοφόρητον — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem acc sg ἁμαξοφόρητος carried in wagons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξοφόρητον — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem acc sg ἁμαξοφόρητος carried in wagons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξοφόρητοι — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek