-
1 αλιερκης
-
2 ἁλιερκής
1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) O. 8.25 ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) P. 1.18τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9
-
3 ἁλιερκής
ἁλι-ερκής, ές,A sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9;ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιερκής
-
4 ἁλιερκής
-
5 αλιερκέα
ἁλιερκήςsea-fenced: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἁλιερκήςsea-fenced: masc /fem acc sg (epic ionic) -
6 ἁλιερκέα
ἁλιερκήςsea-fenced: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἁλιερκήςsea-fenced: masc /fem acc sg (epic ionic) -
7 θαλασσο-τείχιστος
θαλασσο-τείχιστος, Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.
-
8 αλιερκέες
-
9 ἁλιερκέες
-
10 αλιερκέος
-
11 ἁλιερκέος
-
12 θαλασσοτείχιστος
θᾰλασσο-τείχιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοτείχιστος
См. также в других словарях:
αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») … Dictionary of Greek
ἁλιερκέα — ἁλιερκής sea fenced neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιερκής sea fenced masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιερκέες — ἁλιερκής sea fenced masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιερκέος — ἁλιερκής sea fenced masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek