-
1 ἀκλάρωτος
1 without a share of, c. gen. καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν pr. O. 7.59 -
2 ἀκλήρωτος
ἀκλήρ-ωτος, ον,II not distributed in lots, Plu.2.231e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκλήρωτος
См. также в других словарях:
ακλάρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έβγαλε μεγάλες κλάρες, μεγάλα κλαδιά: Η βελανιδιά είχε ψηλώσει, αλλά ήταν ακλάρωτη. 2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος: Είχε πολύ βιος, ήταν όμως ακλάρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακλάρωτος — η, ο ο ακλάδωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαρωτός < κλαρώνω] … Dictionary of Greek