-
1 ἀεξίγυιος
1 strengthening the limbsἀεξιγυίων ἀέθλων N. 4.73
-
2 ἀεξίγυιος
ἀεξί-γυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεξίγυιος
-
3 αεξιγυίων
-
4 ἀεξιγυίων
См. также в других словарях:
αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] … Dictionary of Greek
ἀεξιγυίων — ἀεξίγυιος strengthening the limbs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek