Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾰεξίγυιος

См. также в других словарях:

  • αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] …   Dictionary of Greek

  • ἀεξιγυίων — ἀεξίγυιος strengthening the limbs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»