-
1 αδαήμων
-
2 ἀδαήμων
-
3 ἀδαήμων
1 ignorant c. gen. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. -
4 ἀδαήμων
ἀδᾰ-ήμων, ον,A unknowing, ignorant, c. gen.,μάχης ἀδαήμονι φωτί Il.5.634
;κακῶν ἀδαήμονες Od.12.208
;ἀ. τῶνἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι Hdt.8.65
, cf. MatroParod.Fr.6, Hierocl. in CA4p.425M.: abs., Ps.-Phoc.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδαήμων
-
5 αδαήμων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αδαήμων
-
6 αδαήμονα
-
7 ἀδαήμονα
-
8 αδαημονέστερος
-
9 ἀδαημονέστερος
-
10 αδαημόνων
-
11 ἀδαημόνων
-
12 αδαήμονας
-
13 ἀδαήμονας
-
14 αδαήμονες
-
15 ἀδαήμονες
-
16 αδαήμονι
-
17 ἀδαήμονι
-
18 αδαήμονος
-
19 ἀδαήμονος
-
20 ἀπόσκοπος
ἀπό-σκοπος, ον,A erring from the mark,οὐκ.. ἀ. οὐδ' ἀδαήμων Emp.62.3
.II beholding from afar, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόσκοπος
См. также в других словарях:
αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] … Dictionary of Greek
ἀδαήμων — unknowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονα — ἀδαήμων unknowing neut nom/voc/acc pl ἀδαήμων unknowing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαημονέστερος — ἀδαήμων unknowing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαημόνων — ἀδαήμων unknowing gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονας — ἀδαήμων unknowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονες — ἀδαήμων unknowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονι — ἀδαήμων unknowing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονος — ἀδαήμων unknowing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδαής — ές (Α ἀδαής) αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος αρχ. σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ στερητ. + ἐδάην, απρμφ.… … Dictionary of Greek
αδαημονία — ἀδαημονία, η (Α) [ἀδαήμων] άγνοια, απειρία, αδεξιότητα σχετικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης … Dictionary of Greek