-
41 αγρύπνοις
-
42 ἀγρύπνοις
-
43 αγρύπνοισι
-
44 ἀγρύπνοισι
-
45 αγρύπνοισιν
-
46 ἀγρύπνοισιν
-
47 αγρύπνου
-
48 ἀγρύπνου
-
49 αγρύπνους
-
50 ἀγρύπνους
-
51 αγρύπνω
-
52 ἀγρύπνῳ
-
53 αγρύπνων
-
54 ἀγρύπνων
-
55 αγρυπνία
αγρυπνία ηагрипния – всенощная церковная служба, состоящая из вечерни, утрени, часов, а также Божественной Литургии. Обычно совершается накануне двунадесятых больших праздников или в особенных случаях. В афонских монастырях агрипния служится по меньшей мере один раз в неделю (пятьдесят раз в год) и совершается ночью, см. παννυχίδαЭтим.< дргр. άγρυπνος «бодрствующий». Первоначально слово означало временной промежуток ночной стражи* -
56 Γρηγόριος
Γρηγόριος οГригорий –1) имя некоторых святых Православной Церкви:ο Γρηγόριος ο Νύσσης — святой Григорий Нисский, епископ: Январь 10;
ο Γρηγόριος ο Θεολόγος — святой Григорий Богослов, Константинопольский, патриарх, вселенский учитель: Январь 25, 30 (3 свт.);
ο Γρηγόριος Σιναϊτης (13-14 вв.) святой Григорий Синаит – родоначальник и учитель исихазма на Афоне (см. ησυχασμός): Август 8;
2) мужское имяЭтим.< ο γρηγορών, ο άγρυπνος «бодрствующий» < γρηγορώ «бодрствовать» -
57 πανάγρυπνος
παν-άγρυπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγρυπνος
-
58 ἄτερπνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτερπνος
-
59 ἡμιάγρυπνος
ἡμι-άγρυπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιάγρυπνος
-
60 ἐπάγρυπνος
См. также в других словарях:
ἄγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρυπνος — η, ο (Α ἄγρυπνος, ον) 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, ο άυπνος 2. αυτός που έχει πάντα τεταμένη την προσοχή του, προσεκτικός, έτοιμος αρχ. 1. αυτός που εμποδίζει κάποιον να κοιμηθεί, που κρατάει κάποιον άυπνο 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
άγρυπνος — η, ο 1. αυτός που δεν κοιμάται: Έμεινα άγρυπνος τη νύχτα και αισθάνομαι άσχημα. 2. αδιάκοπος, προσεχτικός: Είχε την άγρυπνη παρακολούθηση της μητέρας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρυπνότερον — ἄγρυπνος wakeful adverbial comp ἄγρυπνος wakeful masc acc comp sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατον — ἄγρυπνος wakeful masc acc superl sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρύπνως — ἄγρυπνος wakeful adverbial ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρυπνον — ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατοι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατος — ἄγρυπνος wakeful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότεροι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότερος — ἄγρυπνος wakeful masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)