Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾠοτόκος

См. также в других словарях:

  • ωοτόκος — α, ο / ᾠοτόκος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν 1. (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοτόκα ζώα που αναπαράγονται με ωοτοκία αρχ. φρ. «ἀγέλη ᾠοτόκος» πλήθος πτηνών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό»… …   Dictionary of Greek

  • ωοτόκος, -ος, -ο — αυτός που γεννά αβγά, αυτός που με αβγά αναπαράγει το είδος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠιοτόκων — ᾠότοκος oviparous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοτόκοις — ᾠότοκος oviparous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοτόκου — ᾠότοκος oviparous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοτόκων — ᾠότοκος oviparous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωοτοκεύς — έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ωοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠοτόκος + επίθημα εύς] …   Dictionary of Greek

  • ωοτοκώ — ᾠοτοκῶ, έω, ΝΜΑ [ωοτόκος] (αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία αρχ. 1. (για φυτό) παράγω σπόρο 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα τα ωοτόκα 3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, έομαι γεννιέμαι όπως το αβγό… …   Dictionary of Greek

  • δισσογονώ — δισσογονῶ και διττογονῶ ( έω) (Α) γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γονώ < γονος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»