-
1 ᾠδικός
ᾠδικός, zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. ᾠδικῶς, Ar. Vesp. 1240.
См. также в других словарях:
ᾠδικῶς — ᾠδικός musical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek