-
1 ησχυγκα...
-
2 ησχυγκα
-
3 ησχυκα
См. также в других словарях:
ᾔσχυγκα — αἰσχύνω make ugly perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ησχυγκα...
2 ησχυγκα
3 ησχυκα
ᾔσχυγκα — αἰσχύνω make ugly perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)