Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ᾆξα

См. также в других словарях:

  • ἄξα — ἄγω lead aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — αξα, βγάζω δυνατή κραυγή: Τα συγκεντρωμένα πλήθη αλάλαξαν από ενθουσιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. κατατάσσω ξανά ή ακριβέστερα: Οι βοτανολόγοι ανακατάταξαν τα τελευταία χρόνια αρκετά φυτά. 2. κατατάσσομαι εκούσια ξανά στο στρατό: Ανακατατάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακράζω — αξα, φωνάζω δυνατά: Πήγε να ανακράξει για δεύτερη φορά, αλλά δεν είχε πια τη δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση του: Ο ορθοπεδικός βρήκε ότι το κάταγμά μου πρέπει να αναταχθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναταράζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ανακινώ, ανακατώνω: Πριν πιεις το φάρμακό σου ανατάραζέ το στο μπουκάλι. 2. φέρνω άνω κάτω, συγχύζω: Ανατάραξες τον κόσμο με τις φωνές σου. 3. συγκλονίζω: Από το σεισμό αναταράχτηκε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχαράζω — αξα, ξαναμασώ: Οι αγελάδες, αφού φάνε, αναχαράζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχαράσσω — αξα, άχτηκα, αγμένος, χαράσσω ξανά: Ήρθαν οι μηχανικοί για να αναχαράξουν το δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστάζω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. μτβ., υποβάλλω κάτι σε απόσταξη με ειδική συσκευή: Μαζεύουν άνθη από τις λεμονιές, για να τα αποστάξουν. 2. αμτβ., σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες: Ο ιδρώτας απόσταζε από το πρόσωπό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»