-
1 άξα
-
2 ἄξα
-
3 άξας
ἄ̱ξᾱς, ἄγνυμιbreak: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ἄξᾱς, ἄγωlead: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ἄγωlead: aor ind act 2nd sg (homeric ionic)——————ᾄξᾱς, ἀίσσωshoot: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ἄ̱ϊ̱ξας, ἀίσσωshoot: aor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἄϊ̱ξας, ἀίσσωshoot: aor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
4 αμαξα
эп.-ион. ἄμαξα (ᾰμ) ἥβοῦς ὑφ΄ ἁμάξης Xen. — упряжной вол;
ἁμαξῶν ἑκατὸν βάρος Eur. — груз сотни телег, т.е. огромная тяжесть;ἅ. τινος Xen., Plat. — воз, нагруженный чем-л.;ἥ ἅ. τὸν βοῦν ἐκφέρει погов. Luc. — телега вола тащит, т.е. все пошло вверх дном;βοᾶν ὥσπερ ἐξ ἁμάξης Dem. — орать словно с воза (намек на насмешливую брань, раздававшуюся, по установившемуся обычаю, с возов на Дионисовых празднествах в Афинах)2) плуг Hes.3) «Воз», созвездие Большой Медведицы Hom.4) проезжая дорога(ἅ. παμφόρος Anth.)
-
5 άξασα
-
6 ᾄξασα
-
7 άξασαν
ἄ̱ξᾱσαν, ἄγνυμιbreak: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)ἄξᾱσαν, ἄγωlead: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
8 ἄξασαν
ἄ̱ξᾱσαν, ἄγνυμιbreak: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)ἄξᾱσαν, ἄγωlead: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
9 σκευάζω
A : [tense] aor. , etc.; [dialect] Dor. - αξα ([etym.] κατ-) Ti.Locr.99a: [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] aor.ἐσκευασάμην Din.Fr.89.31
: [tense] pf., v. infr.:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Gal.6.501
as cited by Orib.4.1.16 ( σκευασθῇ codd. Gal.), ([etym.] κατα-) D.19.219: [tense] pf. ἐσκεύασμαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐσκευάδαται Hdt.4.58
, and so of [tense] plpf. - ατο, Id.7.62; used in med. sense, E.Supp. 1057, Lys.Fr.54: ([etym.] σκεῦος, σκευή):—prepare, make ready, esp. prepare or dress food, [ πρόβατα] Hdt.1.207, cf. 73;ὅ τι ἄν τις.. σκευάσῃ Ar.Eq.53
; ἄλφιτα ib. 1104 ([voice] Pass.);ὄψον Alex.49
, Philem.79.2, Thphr.Char.20.9;τὸ δεῖπνον Pl.Com.46.2
; ([voice] Pass.);σ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Str.9.3.3
; κρέα ὀπτὰ ς. D.S.2.59: metaph., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι; Alex.133.1; περικόμματ' ἐκ σοῦ -άσω make mincemeat of you, Ar.Eq. 372;ὑμᾶς.. φρυκτοὺς σκευάσω Id.V. 1331
:—[voice] Med., prepare for oneself, and then much like the [voice] Act., ; .2 generally, make ready, arrange, Hdt.1.80; make a barrier, IG12.44.9; κέραμον ς. ib.313.164; χαλινὸν.. χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι giving it him to make, Pl.Prm. 127a; σ. ἡδονάς provide, procure, Id.R. 559d:—[voice] Med., σ. τόξ' ἑαυτοῦ παισί made his arrows ready for (i.e. against) them, E.HF 969; contrive, bring about, πόλεμον, προδοσίην ς., Hdt.5.103, 6.100.II of persons, furnish, supply, only in [voice] Pass.,σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι Hdt.1.188
; ;ἐς πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα E.Supp. 1057
.2 dress up,τὴν γυναῖκα σ. πανοπλίῃ Hdt.1.60
;ἄνδρας τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι Id.5.20
; τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ib.12;σ. τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Ar.Th. 591
;χοίρως ὑμὲ -άσας Id.Ach. 739
;σ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα X.An. 6.1.12
;οὕτω σκευάσαντες ἑαυτούς Plu.Caes.31
; also σ. τοὺς θεράποντας ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας, App.BC4.45,46; σ. εἴδωλόν τινι dress up an effigy of him, Hdt.6.58:—[voice] Pass., ἐσκευασμένοι accoutred, Th.4.32; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος dressed up as.., Ar.Ach. 121; rarely of things, τὰ προπύλαια τύποισι.. ἐσκευάδαται are decorated with.., Hdt.2.138.III cheat, cozen, Men.Sam. 254. (From iii B.C. sts. written [pref] σκεα-, asπαρασκεαστέον PTeb.703.248
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευάζω
-
10 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
11 ἀΐσσω
ἀΐσσω, Hom., Hdt.; in Pi. and Trag. [var] contr. [full] ᾄσσω; [dialect] Att. [full] ᾄττω, or [full] ἄττω (without ι subscr.) in Mss. of Pl., etc.: [tense] impf.Aἤϊσσον Il.18.506
, [dialect] Ion. ἀΐσσεσκον ([etym.] παρ-) A.R.2.276, [dialect] Att. , E.Ph. 1382: [tense] fut. ἀΐξω ([etym.] ὑπ-) Il.21.126, [dialect] Att. (lyr.), Ar. Nu. 1299: [tense] aor.ἤιξα Hom.
, B.12.144, ([etym.] δι-) Hdt.4.134; [dialect] Dor.ᾆξα B.9.23
(prob.); [dialect] Att. and Trag. , S.OC 890, etc., part.ᾄξαντες Is.4.10
; [dialect] Ion.ἀΐξασκον Il.23.369
:—[voice] Med., [tense] aor.ἀΐξασθαι Il.22.195
:—[voice] Pass., Hom.: [tense] aor.ἠίχθην, ἀΐχθην Il.
(v. infr.).—Trag. use the un[var] contr. forms in lyr., S.OC 1499, Tr. 843, E.Tr. 156, 1086, Supp. 962; once in trim., E.Hec.31. Poet., chiefly [dialect] Ep., Verb, rarely found in Prose:—of rapid motion, shoot, dart, glance, as light,αὐγή Il.18.212
, etc.;νόος 15.80
;διά μου κεφαλῆς ᾄσσουσ' ὀδύναι E.Hipp.
1351 :—of one darting upon his enemy, ἀΐσσειν ἔγχει, φασγάνῳ, ἵπποις, Il.11.484.5.81, 17.460, etc.; τοῖσιν (sc. σκήπτροισιν) 18.506; of the rapid flight of birds, 23.868, etc.;ἤιξεν πέτεσθαι 21.247
; of ghosts gliding about,τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν Od.10.495
; of javelins, Il. 5.657; of a tree, shoot up, Pi.N.8.40; of veins, etc., in the body, Hp.Epid.2.4.1, cf. Morb.4.54: c. acc. cogn.,ἦξαν δράμημα E.Ph. 1379
; : once in [tense] aor. [voice] Med.,ἀντίον ἀΐξασθαι Il.22.195
: also in [voice] Pass., [ἔγχος] ὦσεν.. ἐτώσιον ἀϊχθῆναι Il.5.854
;ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην 24.97
; ἐκ χειρῶν ἡνία ἠίχθησαν slipped from his hands, 16.404; ;κόμη δι' αὔρας.. ᾄσσεται S.OC 1261
; shoot forth, of limbs, Emp.29 :—[voice] Act., to be driven,πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀΐσσω E.Supp. 962
.2 later, turneagerly to a thing, be eager after, ; ἐπὶ τά τινος ᾄξαντες making onslaught on his property, Is.4.10;πρὸς τὰ πολιτικὰ ᾄ. Pl.Alc.1.118b
, cf. Phld. Mus.p.12 K., Plu.2.87d: c. inf., .
См. также в других словарях:
ἄξα — ἄγω lead aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλάζω — αξα, βγάζω δυνατή κραυγή: Τα συγκεντρωμένα πλήθη αλάλαξαν από ενθουσιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακατατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. κατατάσσω ξανά ή ακριβέστερα: Οι βοτανολόγοι ανακατάταξαν τα τελευταία χρόνια αρκετά φυτά. 2. κατατάσσομαι εκούσια ξανά στο στρατό: Ανακατατάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακράζω — αξα, φωνάζω δυνατά: Πήγε να ανακράξει για δεύτερη φορά, αλλά δεν είχε πια τη δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση του: Ο ορθοπεδικός βρήκε ότι το κάταγμά μου πρέπει να αναταχθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναταράζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ανακινώ, ανακατώνω: Πριν πιεις το φάρμακό σου ανατάραζέ το στο μπουκάλι. 2. φέρνω άνω κάτω, συγχύζω: Ανατάραξες τον κόσμο με τις φωνές σου. 3. συγκλονίζω: Από το σεισμό αναταράχτηκε το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχαράζω — αξα, ξαναμασώ: Οι αγελάδες, αφού φάνε, αναχαράζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχαράσσω — αξα, άχτηκα, αγμένος, χαράσσω ξανά: Ήρθαν οι μηχανικοί για να αναχαράξουν το δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστάζω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. μτβ., υποβάλλω κάτι σε απόσταξη με ειδική συσκευή: Μαζεύουν άνθη από τις λεμονιές, για να τα αποστάξουν. 2. αμτβ., σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες: Ο ιδρώτας απόσταζε από το πρόσωπό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)