-
1 αστοω
стяж. к ἀϊστόω
См. также в других словарях:
αϊστόω — ἀιστόω και ᾀστόω (Α) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άφαντο, αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀίστωσις, αἰστωτήριος] … Dictionary of Greek
1 αστοω
αϊστόω — ἀιστόω και ᾀστόω (Α) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άφαντο, αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀίστωσις, αἰστωτήριος] … Dictionary of Greek