-
81 συναρθμόομαι
A to be closed, of the cervix uteri, Hp.Mul.2.169 as cited by Gal. (19.143) and Erot. ( συναραχνοῦται codd.Hp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρθμόομαι
-
82 συναρθρόομαι
II later in [voice] Act., attach the article, An.Ox.1.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρθρόομαι
-
83 συνατιμόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνατιμόομαι
-
84 συνδενδρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδενδρόομαι
-
85 συνθυμόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθυμόομαι
-
86 συνουσιόομαι
A to be joined essentially with, Alex.Aphr.Pr.1.121, Jul.Or.5.170d, Dexipp. in Cat.57.7, Ascl. in Metaph.110.7, Herm. in Phdr.p.131 A.;τὸ φῶς -ιοῦται τῷ ἡλίῳ Steph. in Hp.1.89
D.; of chemical combination, Ps.-Democr.Alch. p.43 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουσιόομαι
-
87 συνταρρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνταρρόομαι
-
88 συσκοτόομαι
A become quite dark, Porph. ad Il. p.295 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσκοτόομαι
-
89 συσσαρκόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσσαρκόομαι
-
90 συστομόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστομόομαι
-
91 συστροφόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστροφόομαι
-
92 σφοδρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφοδρόομαι
-
93 σφυρόομαι
A to have buskins on,ἐθέλει γὰρ ὁ θεὸς ὀρθὸς ἐσφυρωμένος διὰ μέσου βαδίζειν Carm.Pop.7
( ἐσφυδωμένος cj. Meineke).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρόομαι
-
94 ταλαντόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαντόομαι
-
95 τανταλόομαι
A to be balanced or swung, ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς fell hurtling to earth, S.Ant. 134 (lyr.):—the Sch. expl. by διατιναχθείς, διασεισθείς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανταλόομαι
-
96 ταξιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταξιόομαι
-
97 ταρσόομαι
A to be like basket-work, to be matted, of roots, Thphr.CP3.23.3; of the reticulation of veins,περὶ τὴν ὅλην κεφαλὴν ἐκτετάρσωται Hp.Oss. 12
; τεταρσωμέναι μασχάλαι, of plants with pinnatifid leaves, Dsc. 3.156, cf. 4.8; τετ. ναῦς with its oars complete (v.ταρσός 11.2
), Polyaen.3.9.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρσόομαι
-
98 τελματόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελματόομαι
-
99 τεναγόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεναγόομαι
-
100 τορνόομαι
A mark off with the τόρνος, make round, τορνώσαντο σῆμα they rounded off the barrow, Il.23.255; ὅσσον τίς τ' ἔδαφος νηὸς τορνώσεται large as the bottom of a ship which a man shall round off, with allusion to the round shape of a merchant vessel (cf. γαῦλος), opp. to a ship of war, Od.5.249, cf. D.P.1170, Tryph.64.—[voice] Act. τορνῶσαι· περιγράψαι, κυκλῶσαι, Hsch., who also has [voice] Pass. τορνοῦμαι δὲ πρὸς μέτρον· ἀντὶ τοῦ περιγράφομαι (perh. a Trag. fragment).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνόομαι
См. также в других словарях:
αεροπροσγειούμαι — ( όομαι) βλ. αεροπροσγειώνομαι … Dictionary of Greek
εκφορβιούμαι — ( όομαι) (για άλογα και ημιόνους) απορρίπτω το καπίστρι, ξεκαπιστρώνομαι … Dictionary of Greek
εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] … Dictionary of Greek
επικαρπούμαι — όομαι και ἐπικαρπώνομαι 1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος 2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»] … Dictionary of Greek
παραγκιστρούμαι — όομαι, Α είμαι εφοδιασμένος με άγκριστρα … Dictionary of Greek
παρακνημούμαι — όομαι, Α προχωρώ επίπονα, πορεύομαι με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνημός «κλιτύς όρους»] … Dictionary of Greek
παραλούμαι — όομαι ή έομαι, Α κάνω μπάνιο μαζί με άλλον, παίρνω το λουτρό μου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λοῡμαι «λούομαι»] … Dictionary of Greek
παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] … Dictionary of Greek
παρανδρούμαι — όομαι, Α (για παρθένο) φθάνω σε ηλικία γάμου ή μένω άγαμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνδρῶ / ἀνδροῡμαι (< ἀνήρ, ἀνδρός)] … Dictionary of Greek
παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek
παραπλούμαι — όομαι, Μ απλώνομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁπλοῦμαι «απλώνομαι»] … Dictionary of Greek