-
21 σιλιγνίτης
A made therefrom, Gal. l.c.: written [suff] σῐλιγν-είτης, Supp.Epigr.4.518 (Ephesus, i/ii A.D.); and [suff] σῐλιγν-ίας, ου, ὁ, Eust.1753.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιλιγνίτης
-
22 σποδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποδίτης
-
23 τηγανίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηγανίτης
-
24 χαμαιζυμήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιζυμήτης
-
25 χονδρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χονδρίτης
-
26 ἐντυρίτης
A cheese-cake, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντυρίτης
-
27 ἐσχαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσχαρίτης
-
28 ἐτνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτνίτης
-
29 ἰπνίτης
A baked in the oven,οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42
, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written - είταν): without ἄρτος, Timocl. 33;ἰ. φθοΐς AP6.299
(Phan., sed leg. - ευτής).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰπνίτης
-
30 ἀταβυρίτης
Grammatical information: adj.Meaning: ( ἄρτος) kind of bread from Rhodes (Sopat.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Von Άταβυρία ἡ ` Ρόδος πάλαι H.; cf. the mountain Άτᾱβύριον. - ίτης is used more often for types of bread.Page in Frisk: 1,175Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀταβυρίτης
-
31 βωλήτης
Grammatical information: m.Meaning: `fungus, esp. champignon' (Ath.)Other forms: also βωλίτης (Gp., Gal.), also `root' of the lychnis.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lat.Etymology: From Lat. bōlētus (Sen.), which was called after the Spanish town Boletum (Niedermann IFAnz. 29, 31f.); but s. W.-Hofmann s. v. Doubtful Machek Lingua posnaniensis 2, 48: βωλήτης from the same source as Slav. bъdla `champignon'. (Not better Vasmer Russ. et. Wb. 1, 93.) - βωλίτης after the derivatives in - ίτης; its meaning `root' through influence of βῶλος. It was introduced in Latin (Plin.); Redard - της 70.Page in Frisk: 1,278-279Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βωλήτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] … Dictionary of Greek
πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… … Dictionary of Greek
πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] … Dictionary of Greek
ολυρίτης — ὀλυρίτης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από ολύρινο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + επίθημα ίτης (πρβλ. σησαμ ίτης)] … Dictionary of Greek
πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… … Dictionary of Greek
σεμιδαλίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) σιμιγδαλένιο ψωμί, ψωμί από σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σησαμίτης — ὁ, Α (ενν. ἄρτος ή πλακοῡς) παρασκευασμένος με την προσθήκη σπόρων από σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek