-
1 σποντίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποντίτης
-
2 σποδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποδίτης
См. также в других словарях:
σποδίτης — και εσφ. γρφ. σποντίτης, ὁ, Α (για άρτο) ψημένος στη ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek