-
101 εὐωδία
A sweet smell, Hdt.4.75, X.Smp.2.3, etc.; esp. of sacrifices, : metaph. in Ep.Eph.5.2: in pl., Pl.Ti. 65a: in pl., also, fragrant substances, D.S.1.84. -
102 ζημία
ζημία, [dialect] Dor. [full] ζᾱμία ( SIG239Diii5 (Delph., iv B.C.), etc., later [full] σαμία Delph.3(1).342 (ii B.C.), cf. ταμία, ἀττάμιος), ἡ,A loss, damage, Epich. 148; opp. κέρδος, Lys.7.12, Pl.Lg. 835b, Arist.EN 1132b12; ζημίαν or - ίας λαβεῖν to sustain loss, S.Fr. 807, D.11.11;ζ. ποιεῖν Ar.Pl. 1124
;ζ. ἐργάζεσθαι Is.6.20
(unless in signf. 1.2);ζ. φέρειντῇ πόλει Pl.Lg.
l.c.; ζ. εἶναι νομίζειν consider as loss, Isoc.3.50, Is.7.23;ζ. πλείονα ὑπομένειν τῆς τιμῆς PFlor.142.8
(iii A.D.).2 ζ. ἐργάζεσθαι, of a slave, be guilty of a delict, Is.6.20 (v. supr.), Hyp.Ath.22.II penalty in money, fine,ζημίην ἀποτίνειν Hdt.2.65
, cf. PHal.1.195 (iii B.C.); ;ἱρὴν ζ. ὀφείλειν Hdt.3.52
;ζ. καταβάλλειν D.24.83
, cf. SIG l.c.;μετὰ.. χρημάτων ζημίας Pl.Lg. 862d
;ζ. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70
;ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plu.Lys.27
;τῆς ζ. ἀφεθῆναι Id.Arist.4
.2 generally, penalty,ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.1.144
;ζ. ἔπεστί τινι Id.2.136
;πρόσκειταί τινι X.Vect.4.21
;γλώσσῃ ζ. προστρίβεται A.Pr. 331
, cf. 384; with the penalty added, θάνατον ζ. ἐπιθέσθαι, προθεῖναι, τάξαι, to make death the penalty, Th.2.24, 3.44, D.20.135;θάνατος ἡ ζ. ἐπίκειται Hdt.2.38
, cf. 65; but ἐφ' οἷς.. θάνατος ἡ ζ. Pl.Prt. 325b: in pl.,θανάτου ζημίαι πρόκεινται Th.3.45
(v.l.): c. gen. criminis, ζ. ἀδικίας penalty for.., Pl.Tht. 176d, cf. Lg. 860e (pl.).III of what is bought too dearly, a bad bargain, a dead loss, X.Mem.2.3.2: usu. with Adj.,φανερὰ ζᾱμία Ar.Ach. 737
; καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Alciphr.3.21,38, cf. Alex.56.6. -
103 ζωγρίας
A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51;οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34
;ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10
; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.;ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρίας
-
104 θαλαμίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλαμίας
-
105 θλιβίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλιβίας
-
106 θριδακίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριδακίας
-
107 Θρᾳκίας
2 (sc. λίθος) stone said to take fire in water, Dsc.5.129, cf. Plin.HN33.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκίας
-
108 καμακίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμακίας
-
109 καμινεία
κᾰμῑν-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινεία
-
110 κανονίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονίας
-
111 καπνίας
II as Subst.,1 κ. οἶνος, ὁ, expl. by Hsch., Phot. as wine that had a smoky taste from having been long hung up in smoke, Pherecr.130.6, Anaxandr.41.71 (anap.), Pl.Com. 244: perh. rather to be expld. as made from the vine κάπνειος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνίας
-
112 καρκινίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινίας
-
113 καρχαρίας
A shark, so called from its saw-like teeth, Pl.Com.173.13, Mnesim.4.36 (anap.), Thphr.HP4.7.2, Numen. ap. Ath.7.327a: metaph., ἁ γαστὴρ ὑμέων κ. Sophr.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρχαρίας
-
114 καυλίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυλίας
-
115 καυματίας
καυμᾰτ-ίας, masc. Adj.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυματίας
-
116 κεγχρίας
II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—also[suff] κεγχρ-ιδίας, Dsc.Ther.32; cf.κέγχρος 111
:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρίας
-
117 κερατίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατίας
-
118 κεραυνίας
A thunder-stricken, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνίας
-
119 κιναθίας
κῐνᾰθ-ίας· κρυπτός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναθίας
-
120 κιναιδίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναιδίας
См. также в других словарях:
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek
Ἰάς — the Ionian flower fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ἰᾶς — εἷς sem fem gen sg (attic epic doric aeolic) ἰά voice fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἰᾶ̱ς , ἰάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰᾷς — ἰάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάς — ἰά̱ς , ἰά voice fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴας — Ἴᾱς , Ἴης masc acc pl Ἴᾱς , Ἴης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίας — ίᾱς , κερατέα fem acc pl ίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
Ἰά — Ἰάς the Ionian flower fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)