-
1 φωνήεις
φωνήεις, ήεσσα, ῆεν, dor. φωνάεις, w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; μέλος Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; ὅϑεν τὰ ϑέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im Ggstz der ἄφωνα, Consonanten, Plat. Soph. 253 a Crat. 393 d u. Sp., wie Luc. Iud. voc.
-
2 φοινήεις
-
3 χραισμήεις
χραισμήεις, ήεσσα, ῆεν, abwehrend, schützend, übh. nützlich, dienlich, Nic. Th. 576.
-
4 χαραδρήεις
χαραδρήεις, ήεσσα, ῆεν, = χαραδραῖος, Δελφίς Nonn. D. 9, 251.
-
5 χαιτήεις
-
6 χαλαζήεις
-
7 ὑπ-αργήεις
ὑπ-αργήεις, ήεσσα, ῆεν, = ὑπόλευκος, Nic. Th. 663.
-
8 ὑπ-αυχμήεις
ὑπ-αυχμήεις, ηεσσα, ῆεν, etwas trocken, Nic. frg. 5.
-
9 ὑπερ-οπλήεις
ὑπερ-οπλήεις, ήεσσα, ῆεν, ep. statt ὑπέροπλος, Ap. Rh. 2, 4, im superl. ὑπεροπληέστατος.
-
10 ὑψι-πετήεις
ὑψι-πετήεις, ήεσσα, ῆεν, poet. statt ὑψιπέτης; Il. 22, 308 Od. 24, 538; Matro bei Ath. IV, 136 b scheint ὑψιπετήεις mit κίχλας verbunden zu haben, als acc. plur.
-
11 ὑψήεις
-
12 ὠκήεις
ὠκήεις, ήεσσα, ῆεν, spätere poet. Form statt ὠκύς, ὠκήεντα τέρετρα Leon. Tar. 4 (VI, 205).
-
13 αιγληεις
(Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH.; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.)
-
14 αιπηεις
-
15 αιχμηεις
-
16 αλιμυρηεις
-
17 αλκηεις
(Παλλὰς Ἀθηναίη HH.; Δαναοί Pind.; ὀϊστοί Anth.)
-
18 αλμηεις
-
19 αργηεις
-
20 αυχηεις
См. также в других словарях:
ακοσμήεις — ἀκοσμήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) [ἄκοσμος] άκοσμος, ταραχώδης … Dictionary of Greek
βαθυχαίτης — βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη) … Dictionary of Greek
τοκήεσσα — ἡ, Α τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τοκήεις < τόκος + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεσσα, θηλ. τού τολμ ήεις] … Dictionary of Greek