-
1 χαλαζαεις
-
2 χαλαζάεις
1 thick as hailἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
-
3 χαλαζήεις
-
4 χαλαζηεις
(συρμός Anth.)
φόνος χ. Pind. — жестокая бойня, резня
См. также в других словарях:
χαλαζάεις — εσσα, εν, Α (δωρ. τ.) βλ. χαλαζήεις … Dictionary of Greek
χαλαζήεις — και δωρ. τ. χαλαζάεις, εσσα, εν, Α 1. όμοιος με χαλάζι στη μορφή, στην πυκνότητα ή στο πλήθος 2. φρ. «σκορπιός χαλαζήεις» σκορπιός τού οποίου το κέντρισμα προκαλεί παγετώδες ρίγος (Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek