-
1 αζομαι
(act. только part. praes.)1) благоговейно чтить, почитать(θεον, μητέρα Hom.; ὁμαίμους Aesch.)
2) испытывать священный страх, страшиться, не дерзать(ποιεῖν τι Hom.)
ἁζόμενος, τί μοι ἐξανύσεις χρέος Soph. — полный благоговейного страха перед тем, что ты готовишь мне;τὴς οὐδὲν ἅζων Soph. — какой-то нечестивец;δὴς θανεῖν οὐχ ἅζμαι Eur. — я не побоюсь и дважды умереть -
2 αζων
См. также в других словарях:
άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… … Dictionary of Greek
ἅζομαι — stand in awe of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζομαι — ἄζω dry up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπ(ι)άζομαι — (Α) στρέφομαι προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετατροπή (πρβλ. υποτροπή > υποτροπιάζω), ομαι)] … Dictionary of Greek
ἁζόμενον — ἅζομαι stand in awe of pres part mp masc acc sg ἅζομαι stand in awe of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅζομ' — ἅζομαι , ἅζομαι stand in awe of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅζοντα — ἅζομαι stand in awe of pres part act neut nom/voc/acc pl ἅζομαι stand in awe of pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁζομένη — ἅζομαι stand in awe of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁζομένοιο — ἅζομαι stand in awe of pres part mp masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁζομένως — ἅζομαι stand in awe of pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁζομένῳ — ἅζομαι stand in awe of pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)