-
1 ακεστήριον
ἀκεστήριονtailor's shop: neut nom /voc /acc sgἀκεστήριοςmedicinal: masc /fem acc sgἀκεστήριοςmedicinal: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀκεστήριον
ἀκεστήριονtailor's shop: neut nom /voc /acc sgἀκεστήριοςmedicinal: masc /fem acc sgἀκεστήριοςmedicinal: neut nom /voc /acc sg -
3 ὰκεστήριον
ὰκεστήριον, τό, Schneiderwerkstatt, Liban.
-
4 ἀκεστήριον
-
5 ἀκεστήριον
ἀκεσ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκεστήριον
См. также в других словарях:
ακεστήριον — ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ] εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων … Dictionary of Greek
ἀκεστήριον — tailor s shop neut nom/voc/acc sg ἀκεστήριος medicinal masc/fem acc sg ἀκεστήριος medicinal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] … Dictionary of Greek