Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὰκεστήριον

См. также в других словарях:

  • ακεστήριον — ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ] εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀκεστήριον — tailor s shop neut nom/voc/acc sg ἀκεστήριος medicinal masc/fem acc sg ἀκεστήριος medicinal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»