Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὦπολλον

См. также в других словарях:

  • ώπολλον — Α (δωρ. τ.) κράση αντί ὦ Ἄπολλον …   Dictionary of Greek

  • Ὦπολλον — Ἄπολλον , Ἀπόλλων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»