-
1 Ωκεανόβρυτος
-
2 Ὠκεανόβρυτος
-
3 Ὠκεανόβρυτος
Ὠκεᾰνόβρῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὠκεανόβρυτος
См. также в других словарях:
Ὠκεανόβρυτος — copious as ocean masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκεανόβρυτος — ον, Α άφθονος σαν τον ωκεανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠκεανός + βρυτος (< βρύω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek