-
1 ὦνα
-
2 ἄνα
ἄνα, 1) für den imperat. ἀνάστηϑι, gew. ἀλλ' ἄνα, steh auf! Il. 6, 331. 9, 247 Od. 18, 13; Aesch. Ch. 957; ἀλλ' ἄνα κεφαλήν, = ἄνεχε, in die Höhe das Haupt! Eur. Tr. 99. Die letzte Sylbe durfte nie elidirt werden. – 2) vocat. von ἄναξ, gew. ὦ ἄνα, auch zsgz. ὦνα uno Ζεῦ ἄνα, nur im Anruf an Götter, Hom.; selten bei Tragg., Bion. 1, 59. Für ὦ ἄνασσα steht es H. h. Cer. 58, nach Mitscherl. em. für ὦκα, wie Pind. P. 12, 3, wo es aber auf Agrigent (als Stadt masc.) bezogen wird, obgleich der Schol. ὦ δέσποινα erklärt.
См. также в других словарях:
ωνά — ἡ, Α βλ. ὠνή … Dictionary of Greek
ώνα — και ὦναξ, Α ιων. τ. (στην ποίηση) κράση αντί ὦ ἆνα και ὦ ἄναξ … Dictionary of Greek
ὦνα — ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνα , ἄναξ lord masc voc sg ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνᾱ , ἄνοος without understanding neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠνάθην — ὠνά̱θην , ὀνίνημι D Mort. aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὠνά̱θην , ὀνίνημι D Mort. aor ind pass 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠνάν — ὠνά̱ν , ὠνή buying fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠνάς — ὠνά̱ς , ὠνή buying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
στρατώνας — ο, και ως θηλ. στρατώνα, η, Ν στρ. κτήριο ή και συγκρότημα κτηρίων που χρησιμοποιείται για τη στέγαση στρατιωτικών μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + επίθημα ών(ας) (πρβλ. κρυψ ώνα[ς]). Η λ., στον λόγιο τ. στρατών (ὁ), μαρτυρείται από το 1833 στα… … Dictionary of Greek
ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ … Dictionary of Greek
Κρονίωνα — Κρονί̱ωνα , Κρονίων son of Cronos masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυῶνα — μῡῶνα , μυών cluster of muscles masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)