-
1 ώτρυνα
-
2 ὤτρυνα
-
3 σκοπιά
A lookout-place, in Hom. esp. a hill-top,σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Od.10.97
;ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Il.4.275
, Od.4.524;ἥμενος ἐν σκοπιῇ Il.5.771
; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι each to his lookout-place, Od.14.261; ἄγγελος.. ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος ς. Thgn.550; watch-tower, Hdt.2.15;ὥσπερ ἀπὸ σ. μοι φαίνεται Pl.R. 445c
.2 peak, height, of Cithaeron, Simon.130; of Athos, S.Fr. 237 (anap.); Ἰλιὰς ς., of the Trojan acropolis, E.Hec. 931 (lyr.), cf. Ph. 233 (lyr.), Ar.Nu. 281 (lyr.), etc.;Θάσου σκοπιαί JHS29.93
: metaph., Pi.N.9.47:— σκοπιαί personified as women ([place name] Oreads), Philostr.Im.2.4.II look-out, watch, σκοπιὴν ἔχειν to keep watch, Od.8.302;οὔ κῃ πρόσω σ. ἔχοντες τούτων Hdt.5.13
; κρυπταὶ ς. X.Eq.Mag.4.10;σκοπιὴν φυλάσσειν Arat.883
. -
4 ὀτρύνω
ὀτρύνω, inf. ὀτρῦνέμεν, ipf. iter. ὀτρύνεσκον, fut. ὀτρυνέω, aor. ὤτρῦνα, subj. ὀτρύνῃσι, inf. ὀτρῦναι: urge on, send forth, hasten, speed, encourage, mid., make haste, mostly foll. by inf., in both act. and mid., Od. 10.425; the obj. is usually a person, rarely animals or things, ἵππους, κύνας, ὀδόν τινι, Od. 2.253.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀτρύνω
См. также в других словарях:
ὤτρυνα — ὤτρῡνα , ὀτρύνω stir up aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… … Dictionary of Greek