-
1 ὠθέω
ὠθέω, imperf. ἐώϑουν, Iterativform ὤϑεσκε Od. 11, 596, fut. ὠϑήσω u. ὤσω, aor. ἔωσα, u. ep. ὤσασκε 11, 599, perf. pass. ἔωσμαι u. aor. ἐώσϑην, – stoß en, fortstoßen, drängen, treiben, übh. mit Gewalt und Anstrengung von der Stelle bringen; Hom. oft; so vom Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤϑεσκε ποτὶ λόφον, Od. 11, 596; ἂψ δ' ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος Il. 1, 220; ὦσε δ' ἀφ' ἵππων, er stieß ihn vom Wagen herunter, 5, 19 u. öfter; ὦσε δέ μιν σϑένεϊ μεγάλῳ Il. 13, 193, vgl. 15, 694; und sonst, vom Drängen oder Verfolgen des Feindes; ἐκ μηροῠ δόρυ ὦσε, er trieb, riß den Speer aus dem Schenkel, 5, 694; τοῖσι δ' ἀπ' ὀφϑαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀϑήνη, sie trieb ihnen die finstere Wolke von den Augen hinweg, 15, 668; auch von der treibenden, fortreißenden Gewalt der Wellen, 21, 235. 241 Od. 3, 395; ὦσαι παρέξ, vom Lande abstoßen, absolut, 9, 488; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠϑεῖν με Aesch. Prom. 668; οὓς νῦν σὺ ὠϑεῖς ἀϑάπτους Soph. Ai. 1286; ἀπ' οἴκων O. R. 241. 819; Eur. oft; ξίφος διά τινος Her. 3, 78; ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῦρ, sich ins Feuer stürzen, 7, 167; τὰ πρήγματα, wie wir sagen »treiben«, d. i. beschleunigen, 3, 81; εὐϑὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠϑεῖ ἐκ τοῦ ϑρόνου Plat. Rep. VIII, 553 b; τὸ πλησίον ἐκ τῆς ἕδρας ὠϑεῖ Tim. 79 b, u. öfter; ἄνω τινά Xen. Cyr. 3, 2,5; ὠϑεῖ με εἰς τὰς λιϑοτο μίας Dem. 53, 17. – Pass. getrieben, gedrängt werden; ὠϑεῖσϑαι ἐπὶ κεφαλήν, auf den Kopf gestellt od. kopfüber gestürzt werden, Her. 7, 136; ὠϑεῖσϑαι εἴσω, sich hineindrängen; ὠϑούμενος καὶ βιαζόμενος Plat. Phil. 62 c; εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ὠσϑῆναι διὰ τὴν πονηρίαν τοῦ βίου Dem. 25, 53; Sp. – Med. von sich stoßen, zurückdrängen, Hom. gew. im aor. ὤσασϑαι, ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους Il. 5, 691; ἐχώρησαν Τρῶες, ὤσαντο δ' Ἀχαιοί 16, 592; auch τείχεος αψ ὤσασϑαι, 12, 420; vgl. noch Her. 8, 3. 9, 25; Thuc. 4, 96; Xen. An. 3, 4,48; ἐώσατο τοὺς πολεμίους Plut. Timol. 4; ὤσασϑαι εἰς τὸ ξίφος, sich in sein Schwert stürzen, ὠϑεῖσϑαί τινι εἰς χεῖρας, Plut. Thes. 5.
См. также в других словарях:
ὤσω — ὠθέω thrust aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ὠθέω thrust aor subj act 1st sg (epic ionic) ὠθέω thrust fut ind act 1st sg ὠθέω thrust aor ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωσμή — ἡ, Α βίαιη ώθηση, σπρώξιμο, σπρωξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ὠθῶ + κατάλ. μή (πρβλ. ὠσμός)] … Dictionary of Greek
ωσμός — ὁ, Α ώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ. μός ή σχηματισμός παρλλ. τού παρακμ. τού ρ. (ἔ)ωσμαι] … Dictionary of Greek
ωστήρας — ο, Ν όργανο με το οποίο ασκείται ώθηση, ωστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ωθώ + επίθημα τήρας* (πρβλ. βρασ τήρας)] … Dictionary of Greek
ωστήριο — το, Ν (μηχανολ.) εξάρτημα, συνήθως κυλινδρικό, κινούμενο αξονικά, προκειμένου να μεταδώσει ώθηση από ένα εξάρτημα σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ωθώ + επίθημα τήριο* (πρβλ. χρηματισ τήριο)] … Dictionary of Greek
ωστικός — ή, ό / ὠστικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που συντελεί στην ώθηση, που έχει την δύναμη να ωθεί (α. «ωστικό κύμα» β. «ὠστικὴ... ἡ τοῡ πνεύματος φύσις», Αριστοτ.). επίρρ... ὠστικῶς Α με ωστική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ωστός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε ωστος (πρβλ. ἄπ ωστος)] … Dictionary of Greek
ώση — Στη φυσική ο όρος σημαίνει την ενέργεια μιας δύναμης στην επιφάνεια ενός σώματος. Ειδικότερα, είναι η δύναμη που ασκεί ένα σύστημα προώθησης για να υπερνικήσει την αντίσταση κατά την κίνηση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις προώθησης από αντίδραση. * * … Dictionary of Greek
ώστης — ὁ, Α 1. αυτός που ωθεί, που σπρώχνει 2. φρ. «σεισμὸς ὤστης» σεισμός που προκαλεί ανατροπές με μία ώση (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + επίθημα της*] … Dictionary of Greek