-
1 ὀρέγω
ὀρέγω, Od.17.366, E.Ph. 1710 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA 497b27, etc.: [tense] impf.Aὤρεγον Pi.P.4.240
, App.BC4.126 : [tense] fut.ὀρέξω Il.13.327
, E.Med. 902 : [tense] aor.ὤρεξα Il.23.406
, Trag. (S.OC 846, etc.), and sts. in Prose, Pl.Phd. 117b, X.An.7.3.29:—[voice] Med. and [voice] Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: [tense] fut. , Pl.R. 486a ([etym.] ἐπ-): [tense] aor.ὠρεξάμην Il.23.99
, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15 ; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr. 187, as well as in E. (Hel. 1238 ) (not in Hom.): [tense] pf.ὤρεγμαι Hp.Oss.18
; redupl. [ per.] 3pl. ὀρωρέχαται, [tense] plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out,χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366
;εἰς οὐρανόν Il.15.371
, Od.9.527 ; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36 ;μοι.. λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743
;πρός τινα Pi. P.4.240
, cf. S.OC 846, etc. ; Ὅμηρον.., ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294.2 reach out, hold out, hand, give,κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312
;δέπας Il.24.102
; , cf. 17.453, Hes.Th. 433 ;ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328
, cf. S.Ph. 1203 (lyr.);ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110
;τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58
;ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd. 117b
; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.).II [voice] Med. and [voice] Pass.,1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53 ;ἀνδρὸς.. ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but having lent a helping hand,Epigr.Gr.
448.4 ([place name] Syria));ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc. 456
; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th. 178 ; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307 ;πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν.. ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851
; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20 ; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26 ; of fish, rise at the bait,καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44
; for A.Ag. 1111, v. ὄρεγμα 1.1.2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392 ; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος.. ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322 ; ib. 314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν;δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12
; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel. 1238.b metaph., reach after, grasp at, yearn for, ;τῶν μεγίστων Id.Fr. 240
;ἀπεόντων Democr.202
;ζωῆς Id.205
: freq. in [dialect] Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R. 439b, 485d, etc.;ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65
: so c. inf.,πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16
;ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt. 326a
;οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr. 187
: also, abs., yearn, desire,πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4
;θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878
;ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN 1113a12
; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις.3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or. 303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel. 353 (lyr.).
См. также в других словарях:
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek