-
1 ώκειλαν
-
2 ὤκειλαν
См. также в других словарях:
ὤκειλαν — ὀκέλλω run aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκέλλω — ὀκέλλω (Α) 1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά 2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω 3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.) 4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης»,… … Dictionary of Greek