-
121 συμπόσιον
1 drinking party, drinking companionsσυμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5
ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον N. 9.48
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1
-
122 σῦς
ςῡς (cf. ὖς.) fig.,1 swine ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. ὀρεικτίτου συός fr. 313. -
123 Τυφώς
Τῡφώς (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a monster, buried by Zeus beneath Etna.1Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου O. 4.7
, cf. fr. 92.ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται θεῶν πολέμιος, Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν ταί θ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.16
Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος P. 8.16
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. test., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91. -
124 ὑφίσταμι
a trans., set beneath c. acc. & dat.χρυσέας ὑποστσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὣς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν O. 6.1
met.,τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.26
b intrans., (plupf. pro impf.) stand beneath, supportχάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκεαί θ' ὑπὸ κίονες ἕστᾰσαν Pae. 8.69
-
125 φυά
φῠά (-ᾶς, -ᾷ, -άν.)a nature (dat. only)σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86
τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100
“ φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” P. 8.44 χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (“nach seiner Natur,” Dornseiff) N. 1.25φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν N. 7.54
b esp.,I bodily nature, stature “τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Herakles speaks of Aias) I. 6.47σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις, ἄγει τ ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἑάν τ' ἔφανεν φυάν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 12. πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (i. e. physical maturity) O. 1.67II body, frame ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς (of oxen) P. 4.235 -
126 χθών
a earth, soil, groundοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226
“ ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” P. 9.46ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51
ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14
χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18
κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73
ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18
κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.b landὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
of Delphi,ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34
χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17
of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
frag.,ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
cf. fr. 220. 2, O. 2.63c land, countryἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
ἐς εὐδείελον χθόνα —κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77
νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” P. 9.56τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60
χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5. -
127 χρῆσις
b = χρησμός, oracular replyκοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος O. 13.76
-
128 καθάπερ
+ С 39-9-3-9-23=83 Gn 12,4; 50,6; Ex 5,7.13.14just as [+ind.] Gn 12,4; id. [ἐάν[*]+subj.] JgsA 9,33; id. [+subst.] Ex 5,7καθάπερ καί just as Sir 36,4; καθάπερ καὶ ὅτε [+ind.] even as when Ex 5,13; καθάπερ ἐνετείλατο κύριος..., οὕτως ἐποίησαν as the Lord commanded..., so they did (often introducing a command) Ex 7,6 Cf. WEVERS 1990 95(Ex 7,6); →MM
См. также в других словарях:
ὁτέ — ὅτε when indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… … Dictionary of Greek
οτέ — (Α ὁτέ) (αορστλ. χρον. επίρρ.) φρ. «ὁτὲ μέν..., ὁτέ δέ» άλλοτε μεν..., άλλοτε δε αρχ. φρ. «ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ», «ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ αὖτε», «ὁτὲ μέν τε..., ὅτ αὖ», «ὁτὲ μέν..., ποτέ δε», «ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ», «ἐνίοτε μέν..., ὁτὲ δέ» άλλοτε μεν … Dictionary of Greek
ὅτε — ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε when indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅτε μὲν ἠύλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε. — См. Плясать по чужой дудке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της … Dictionary of Greek
εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε … Dictionary of Greek
χὤτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὤτε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅ τε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)