-
1 ωραιοτέρων
ὡραῑοτέρων, ὡραῖοςproduced at the right season: fem gen comp plὡραῑοτέρων, ὡραῖοςproduced at the right season: masc /neut gen comp pl -
2 ὡραιοτέρων
ὡραῑοτέρων, ὡραῖοςproduced at the right season: fem gen comp plὡραῑοτέρων, ὡραῖοςproduced at the right season: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
ὡραιοτέρων — ὡραῑοτέρων , ὡραῖος produced at the right season fem gen comp pl ὡραῑοτέρων , ὡραῖος produced at the right season masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek